Ο Ιβάν Σεργκέγεβιτς Τουργκένιεφ, ρώσος μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, γεννήθηκε στις 9 Νοεμβρίου του 1818 στο Αριόλ της Ρωσίας και πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1883 στο Μπουζιβάλ, κοντά στο Παρίσι. Ήταν γιος ενός αξιωματικού και μιας πλούσιας και δυναμικής γυναίκας, της οποίας η μορφή διαφαίνεται σε διάφορα έργα του. Μεγαλώνοντας ο ίδιος σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσαν οι ταξικές διακρίσεις και το χάσμα πλουσίων και φτωχών, φορτίστηκε με μεγάλη έμπνευση κατά της κοινωνικής αδικίας. Το 1833 άρχισε να σπουδάζει φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και το επόμενο έτος ήρθε σε επαφή με τον Ζουκόφσκι, τον Γκόγκολ και τον καθηγητή Πλέτνεφ, με τον τελευταίο να γίνεται οδηγός στα πρώτα λογοτεχνικά του βήματα. Το 1838 μετέβη στο Βερολίνο για να συνεχίσει τις σπουδές του, και εκεί ζυμώθηκε πολιτικά έχοντας στο πλευρό του σημαντικές φυσιογνωμίες σαν τον Μπακούνιν, τον Στανκίεβιτς και τον Ανένκοφ. Ως αποτέλεσμα, έκανε μέλημά του να προωθήσει τον εξευρωπαϊσμό της Ρωσίας και να υποστηρίξει τις ιδέες του με τη λογοτεχνία, χωρίς όμως να επιτρέπει στην κοινωνική κριτική να υποβαθμίζει την τέχνη της γραφής του. Μετά την επιστροφή του στη Ρωσία το 1841, εργάστηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών αλλά σύντομα σταμάτησε, και έτσι αφιερώθηκε περισσότερο στην πεζογραφία και ταυτόχρονα επεκτάθηκε στη δραματουργία. Η λογοκρισία όμως, δεν επέτρεψε να ανεβούν όλα τα θεατρικά του έργα επί σκηνής, μερικά από τα οποία σήμερα θεωρούνται ορόσημα στην ιστορία του ρωσικού θεάτρου. Η γνωριμία του με την τραγουδίστρια της όπερας Παυλίνα Βιαρντό, η οποία ήταν και ο μεγάλος αλλά ανεκπλήρωτος έρωτας της ζωής του, τον υποκίνησε να κάνει συχνά και μεγάλα ταξίδια στην Ευρώπη για να βρίσκεται κοντά της. Δεδομένου του γενικού αρνητικού κλίματος στη Ρωσία για τις πολιτικο-κοινωνικές ιδέες του, η αρνητική κριτική στο μυθιστόρημά του Πατέρες και γιοι (1863) στάθηκε αφορμή ο Τουργκένιεφ να φύγει οριστικά με πρώτο σταθμό του το Μπάντεν-Μπάντεν της Γερμανίας, ενώ σύντομα μετακόμισε στο Λονδίνο και, τελικά, το 1871 έγινε μόνιμος κάτοικος του Παρισιού λόγω του γαλλογερμανικού πολέμου. Εκεί είδε επιτέλους μεγάλη αναγνώριση, καθώς εξελέγη αντιπρόεδρος του Διεθνούς Λογοτεχνικού Συνεδρίου το 1878, ενώ το επόμενο έτος τού απονεμήθηκε τιμητικός τίτλος από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εκείνα τα τελευταία του χρόνια ακόμη και η Ρωσία τού επεφύλασσε θερμές υποδοχές όποτε την επισκεπτόταν.