Στὸν κόσμο τῆς Ἀνύτης ὅλα ἔχουν ὄνομα: τὰ μικρὰ ἢ μεγάλα ἀναθηματικὰ ἀντικείμενα, οἱ δωρητές τους καὶ αὐτοὶ ποὺ τὰ φιλοτέχνησαν, τὰ ἀγαπημένα οἰκόσιτα ζῶα, τὰ νεκρὰ δελφίνια, οἱ νέες γυναῖκες ποὺ φεύγουν ἀπ’ τὸν κόσμο προτοῦ χαροῦν τὸν ἔγγαμο βίο, οἱ γονεῖς ποὺ θρηνοῦν γιὰ τὴν ἀπώλεια, οἱ ἄνδρες ποὺ ἀριστεύουν στὴ μάχη, οἱ βρύσες ποὺ προσφέρουν τὴ δροσιά τους στοὺς ὁδοιπόρους, οἱ τόποι λατρείας καὶ οἱ θεότητες ποὺ τοὺς κατοικοῦν. Ὅ,τι ἀντιστέκεται στὸν θάνατο ἐξασφαλίζει θέση στὴν αἰωνιότητα χαραγμένο στὰ ἐπιγράμματα τῆς Ἀνύτης. Τὸ ἔργο της σφραγίζεται ἀπὸ μιὰ σαφὴ γυναικεία ὀπτική, ἐνῷ εἶναι ἡ πρώτη λυρικὴ ποιήτρια τῆς ἀρχαιότητας ποὺ διαμαρτύρεται γιὰ τὴν κακοποίηση τῶν γυναικῶν σὲ συνθῆκες πολέμου.
Σήμερα ποὺ ἡ οἰκολογικὴ καταστροφὴ ἀποτελεῖ πραγματικὴ ἀπειλὴ γιὰ τὴ μητέρα Γῆ, ἡ χαμηλόφωνη ποίηση τῆς Τεγεάτιδος Ἀνύτης (3ος αἰ. π.Χ.) ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ ἀπολαύσουμε τὸν ἴσκιο τῆς φτελιᾶς καὶ νὰ θρηνήσουμε γιὰ τὸ δελφίνι ποὺ κείτεται νεκρὸ στὴν ἀμμουδιά, εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐπίκαιρη.