Εις Αθηναίος Χρυσοθήρας
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-5772-02-4
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 8.69 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
18 x 11 εκ, 102 σελ.
Περιγραφή
Ἀπὸ τὴν παρουσίαση στὸ ὀπισθόφυλλο:

«Ἡ εἴδησις ὅτι ὀλίγας ὥρας ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ὑπῆρχεν ὑπὸ τὴν γῆν ἄργυρος καὶ πιθανῶς χρυσὸς -διότι τί τὴν ὑπόθεσιν ἀπέκλειεν;- εὐνόητον ὅτι ἐπέφερεν σεισμὸν ὄχι συνήθη εἰς τὰ πνεύματα. Αἰφνίδια δίψα πλουτισμοῦ κατέλαβε τὰ πλήθη, ἥν ἐκμεταλλευόμενοι οἱ ἔξωθεν ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ ταύτῃ ἐπελθόντες τότε χρηματισταὶ ὑπεξέκαυσαν ὅλα τὰ μωρὰ ἔνστικτα τοῦ ὄχλου κι ἔδωκαν νὰ πιστεύσῃ εἰς αὐτόν, ὅτι ἐκεῖ πέραν, εἰς τὴν Σουνιακὴν ἄκραν, ἐκρύπτοντο θησαυροὶ ἀμύθητοι. Ὀλιγώτερα δὲ βεβαίως τούτων ἤρκουν διὰ νὰ μεταβληθοῦν αἱ τέως ἥσυχοι Ἀθῆναι, αἱ τέως ἀνατολίτισσαι Ἀθῆναι, αἱ Ἀθῆναι τῶν νοικοκυραίων, τῶν παντοπωλῶν καὶ τῶν τραμπούκων, εἰς εἶδος τι ἀμερικανικῆς πόλεως μαινομένων χρυσοθηρῶν. Ἡ ἐπιχείρησις τοῦ Λαυρίου ὡρίσθη νὰ γίνῃ διὰ μετοχῶν, ἀπὸ τῆς στιγμῆς δ' ἐκείνης δὲν ὑπῆρξεν ἄνθρωπος ὥστε νὰ μὴ φιλοδοξήσῃ ν' ἀποκτήσῃ τοιαύτας, νὰ γίνῃ συμμέτοχος τοῦ μεγάλου ἔργου. Ἔξωθεν τῆς Ὡραίας Ἑλλάδος ἐγκαθιδρύθῃ τὸ πρῶτον πρόχειρον χρηματιστήριον, καὶ ἐμυήθη ἡ τέως ἁπλοϊκὴ Ἑλλάς, ἡ Ἑλλὰς τῶν οἰκογενειῶν τοῦ '21 καὶ τῶν ἀναμνήσεων τοῦ ἀγῶνος, ἡ Ἑλλὰς ἥτις ἦτον ἀκόμη ἕν εἶδος οἰκογενείας καὶ αὐτή, τὰ θαυμάσια τῆς ζωῆς τῶν πεπολιτισμένων κοινωνιῶν, τὸν περὶ τὸ χρῆμα ἀγῶνα, τὸν διὰ παντὸς τρόπου ἐκ τοῦ μηδενὸς πλουτισμόν, τὰ μυστήρια τῆς κυβείας. Ἦτο δ' ἐκεῖ πλέον ἀνὰ πᾶσαν πρωΐαν τὸ γενικὸν τῶν Ἀθηναίων ἐντευκτήριον. Ἔμποροι, χειρώνακτες, καθηγηταί, λόγιοι, φοιτηταί, ὑπάλληλοι, ἐργάται, ἀστοί, πολιτευόμενοι, πᾶσαι τῆς κοινωνίας αἱ τάξεις καὶ πᾶσαι αἱ ἀρχαὶ καὶ πάντα σχεδὸν τὰ μέλη, συνωθοῦντο, ἐκεῖ ὑπὸ τῆς αὐτῆς ἐπιθυμίας ἐλαυνόμενοι καὶ εἰς τὴν αὐτὴν δόνησιν ὑπείκοντες. Καὶ ἔφερον τὰς οἰκονομίας αὐτῶν, ἐτῶν πολλάκις ὁλοκλήρων, ζωῆς ὅλης, περιουσίας ἐν μόχθῳ καὶ βραδέως κατὰ λεπτὸν ἀποκτηθείσας, πᾶν εἴ τι πολύτιμον, τὸν μισθόν του ὁ ὑπάλληλος, τὰ κέρδη τοῦ ταμείου του ὁ ἔμπορος, τὸ ἡμεροδοῦλι ὁ ἐργάτης, τὸ μηνιαῖον ἑκατοντάδραχμον ὅπερ ὑπὸ τοῦ πατρός του τῷ ἐστάλη ὁ φοιτητής, τοὺς ἀδάμαντας τῆς μητρός του ὁ ἄσωτος κομψευόμενος, τὰ ὅπλα του ὁ ἀγωνιστής, καὶ τὰ ἔρριπτον ἐκεῖ, μέσα εἰς τὸ μεγάλον χωνευτήριον, εἰς τὸ καζάνι τοῦ χρυσοῦ, ὅπερ διεδίδετο ἀκαταπαύστως ὅτι ἔβραζε, παρᾶγον τὸ παμπόθητον τὸ μέταλλον, ποὺ νὰ πλουτήσῃ τὴν Ἑλλάδα πᾶσαν ἔμελλε καὶ ν' ἀναδείξῃ Ρότσχιλδ ὅλους ἐν στιγμῇ. Κι ἠγόραζον, ἠγόραζον, ἀντὶ τοῦ χρήματός των τοῦ πολλοῦ αὐτοῦ, τοῦ ἀληθοῦς, ἠγόραζον οἱ ἄνθρωποι χαρτί, μετοχῶν χαρτὶ μὲ τὸ καντάρι, ψεύτικον χαρτί, ὅπερ ὅπως τοῖς ἔλεγαν, ἐντὸς τῆς τσέπης των, μετὰ μικρόν, διὰ μυστηριώδους ἀλχημείας, θενὰ μετουσιοῦτο αὐτομάτως εἰς χρυσόν. Ἀλλ' ἀπὸ τὴν πρωτεύουσαν ἡ νόσος μετεδόθη κι εἰς τὰς ἐπαρχίας τάχιστα, κι ἡ φαντασία τοῦ μεσημβρινοῦ λαοῦ ἐξήφθη, καὶ ὅλοι νὰ πλουτίσουν ἐπεθύμησαν, κι ἐπείνασαν ὡς ὑπ' ἀκαριαίας βουλιμίας προσβληθέντες χρήματος, ἐπείνασαν οἱ τέως εὐτελεῖς κι' ὀλιγαρκεῖς καὶ λιτοδίαιτοι κι εὐχαριστούμενοι εἰς ὅσα ἔτυχε νὰ εὕρουν ἐπὶ γῆς τοῦ ὄλβου τὴν θερίζουσαν τὴν πεῖναν».


Ὁ Μιχαὴλ Μητσάκης (1868-1916) ἦταν Ἕλληνας δημοσιογράφος καὶ λογοτέχνης, ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους ἐκπροσώπους τῆς «Νέας Ἀθηναϊκῆς Σχολῆς». Ἀσχολήθηκε ἐπαγγελματικὰ μὲ τὴν δημοσιογραφία συνεργαζόμενος ἀρχικὰ μὲ τὸ περιοδικὸ «Ἀσμοδαῖος» γιὰ νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ πολυγραφώτατο δημοσιογράφο μὲ ἀρθρογραφία στὶς περισσότερες ἀθηναϊκὲς ἐφημερίδες καὶ σὲ πολλὰ περιοδικά, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἐξέδωσε εὐθυμογραφικὰ ἔντυπα. Δημοσίευσε διηγήματα, δοκίμια, ταξιδιωτικὰ ἀφηγήματα καὶ ποιήματα στὰ ἑλληνικὰ καὶ στὰ γαλλικά. Στὸ ἔργο του δεσπόζει ἡ ζωὴ τῆς Ἀθήνας τῆς ἐποχῆς του, μὲ φόντο τὴν ἀλλοτρίωση ποὺ προκαλεῖ ἡ ἀστεακὴ ζωὴ καὶ ἡ ἀστυφιλία. Ἦταν ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὰ ρεύματα τοῦ νατουραλισμοῦ, τοῦ αἰσθητισμοῦ καὶ τοῦ ρεαλισμοῦ. Στὸ γλωσσικὸ ζήτημα ἦταν ὑπὲρ τῆς δημοτικῆς καὶ στὰ λογοτεχνικά του ἔργα χρησιμοποιεῖ μικτὴ γλῶσσα. Ἡ σταδιοδρομία του διεκόπη ἀπότομα τὸ 1896 λόγῳ ψυχικῆς παθήσεως, ποὺ τὸν ἀνάγκασε νὰ εἰσαχθεῖ τελικῶς στὸ Δρομοκαΐτιο, ὅπου καὶ πέθανε τὸ 1916. Τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ λογοτεχνικοῦ του ἔργου ἐκδόθηκε μετὰ θάνατον.

Λίγα λόγια γιὰ τὰ Λαυρεωτικά:
Τὸ Λαυρεωτικὸ Ζήτημα ἤ τὰ λεγόμενα Λαυρεωτικὰ ἤ Λαυριακὰ ἦταν ἡ νομικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῆς γαλλοϊταλικῆς Ἑταιρείας Λαυρίου καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου ἐπὶ κυβερνήσεως Κουμουνδούρου σχετικὰ μὲ τὸ εὖρος τῆς ἐκμεταλλεύσεως τῶν μεταλλείων Λαυρίου, ἡ ὁποία ἔλαβε μεγάλη ἔκταση καὶ ἀπασχόλησε σοβαρὰ τὴν ἑλληνικὴ κοινὴ γνώμη τὴν περίοδο 1869-1875 καὶ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν πρόκληση τοῦ πρώτου μεγάλου χρηματιστηριακοῦ σκανδάλου στὴν νεώτερη Ἑλλάδα καὶ τὴν οἰκονομικὴ καταστροφὴ χιλιάδων ἀνθρώπων ποὺ ἀγόρασαν μετοχὲς τῶν μεταλλείων δίνοντας πίστη στὴν ἔντονη ὅσο καὶ ἀνυπόστατη φημολογία περὶ τῶν ἀμύθητων θησαυρῶν τοῦ Λαυρίου, ποὺ «θὰ κάνουν πλούσιους μιὰ γιὰ πάντα ὅλους τοὺς Ἕλληνες».