Ἡ«Ἀγάπη παράνομη» εἶναι μία ἱστορία ἐρωτικοῦ πάθους ποὺ διαδραματίζεται στὸ χωριὸ Δαφνύλα, κοντὰ στὴ Δασιά, λίγα χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κέρκυρας, καὶ ὅπως συμβαίνει συχνά, καταλήγει σὲ τραγωδία. Μεγάλο κομμάτι τῆς ἀφήγησης ἀποτελοῦν τὰ συναισθήματα καὶ οἱ σκέψεις τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν τελετὴ κιόλας τοῦ γάμου καὶ τὸ γλέντι ποὺ ἀκολουθεῖ βασανίζεται ἀπὸ τοὺς ἐσωτερικούς του δαίμονες ποὺ δὲν τὸν ἀφήνουν οὔτε στιγμὴ ἥσυχο. Ἕρμαιο τοῦ πάθους του, χάνει τὴν ἠρεμία του, παλεύει μὲ τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ φερθεῖ λογικὰ καὶ νὰ μὴν ταράξει τὴν ἁρμονία τοῦ κοινωνικοῦ χώρου στὸν ὁποῖο ἀνήκει, χωρὶς νὰ συνειδητοποιεῖ πὼς τὰ ἔνστικτα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνεξέλεγκτα. Ὁ ἀναγνώστης τοῦ διηγήματος ἴσως ἀναρωτηθεῖ ἄν αὐτὸ ποὺ διάβασε εἶναι προϊὸν τῆς γόνιμης φαντασίας τοῦ συγγραφέα ἤ ἄν πρόκειται γιὰ μία ἀληθινὴ ἱστορία, λογοτεχνικὰ ἐπεξεργασμένη. Τὴν ἀπάντηση τὴ δίνει στὸ κείμενο ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων τῆς κερκυραϊκῆς ὑπαίθρου σημειώνει πὼς στὸ χωριὸ ὅλοι γνώριζαν παρόμοια περιστατικὰ ποὺ καταπατοῦσαν «τοὺς θεόγραφτους νόμους τῆς ἀνθρωπιᾶς καὶ τῆς θρησκείας».