Η Τιμή και το Χρήμα είναι μία νουβέλα ("διήγημα") του Κωνσταντίνου Θεοτόκη που πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Νουμάς το 1914.
Θεωρείται στην νεοελληνική πεζογραφία ως η πρώτη κοινωνική νουβέλα που ξεφεύγει από τις γνωστές ειδυλλιακές αναπαραστάσεις μιας ζωής ήρεμης, απαλλαγμένης από διλήμματα και κλυδωνισμούς.
Η επαρχία του Θεοτόκη δεν ήταν τόπος ειδυλλιακός. Ήταν μια κλειστή και καθυστερημένη κοινωνία, εγκλωβισμένη σε αδιέξοδα κοινωνικά σχήματα και παράλογες ηθικές προκαταλήψεις. Ασφυκτιούσε κάτω από το αίσθημα της ντροπής, γνώριζε καλά το συμφέρον και τη συναλλαγή, καταδυναστευόταν από το θεσμό της προίκας, το λαθρεμπόριο και το ρουσφέτι.
Τα πρόσωπα του έργου - η σιόρα Τρινκούλαινα, ο Ανδρέας, ο θείος του - δεν είναι οι γνωστοί καλοσυνάτοι χωρικοί, οι απαλλαγμένοι από τα πάθη, με τις σκληρές ρυτίδες στα πρόσωπα και τους χοντρούς ρόζους στα δάχτυλα. Παγιδευμένοι μέσα στα αδιέξοδα που τους επιβάλλει η τάξη τους και η ηθική της μικρής κοινωνίας τους, φέρονται σκληρά, υπολογιστικά, κοιτάζουν το συμφέρον τους, υποκύπτουν στους όρους της ανάγκης και συμβιβάζονται. Συγχρόνως, όμως, είναι και πρόσωπα δραματικά. Αντιμετωπίζουν διλήμματα, αμφισβητούν τις παραδεδομένες αξίες και βρίσκουν κάποιες στιγμές τη δύναμη να κάνουν υπερβάσεις. Στο τέλος της νουβέλας, η Ρήνη θα αρνηθεί το γάμο με τον Ανδρέα και θα αποφασίσει να μεγαλώσει μόνη της το παιδί της.
Παρουσιάζοντας τους χαρακτήρες του εξαρτημένους από τους όρους της κοινωνικής και οικονομικής ζωής και προβάλλοντας το στοιχείο της σύγκρουσης, ο Θεοτόκης εισάγει στην νεοελληνική πεζογραφία μια άγνωστη μέχρι τότε διάσταση: την πολιτικοποιημένη γραφή που αρνείται να ωραιοποιήσει την πραγματικότητα, καταγράφει τα κακώς κείμενα, διαμαρτύρεται και καταγγέλλει.