«`Πόσο χαμηλά θα πέσουμε;` αναρωτιόταν ο κόσμος στημένος στις ουρές για τα λεωφορεία, μπροστά σε μαγαζιά με προϊόντα που ελάχιστοι μπορούσαν ν` αποκτήσουν, στα νοσοκομεία όπου δεν υπήρχαν φάρμακα, βαμβάκι και γάζες, στα σχολεία όπου δεν υπήρχαν βιβλία και θρανία. Η Λουάντα κόντευε να πάθει ασφυξία από τους αμέτρητους πρόσφυγες που, διωγμένοι από τον πόλεμο και την πείνα, κατέφευγαν εκεί. Χιλιάδες άστεγα παιδιά αλήτευαν στους δρόμους. Χιλιάδες παιδιά πουλούσαν διάφορα προϊόντα στους λίγους που περνούσαν με τα αυτοκίνητά τους. Μυριάδες ανάπηροι ζητιάνευαν έξω από τις αγορές».
Ένα νεαρό ζευγάρι ξεκινά την κοινή του ζωή στα μέσα της δεκαετίας του `80, στη Λουάντα της Αγκόλας. Η γυναίκα είναι μια δραστήρια πολιτικός που ασχολείται παράλληλα, όπως άλλωστε και όλοι οι συνάδελφοί της, με κερδοφόρες επιχειρήσεις, αξιοποιώντας τις γνωριμίες και επιρροές της. Ο άντρας της, βολεμένος σε μια δημόσια επιχείρηση χάρη στο πολιτικό κύρος της γυναίκας του, ζει στη σκιά της, κάτι που, ενώ θίγει τον ανδρισμό του, του αφήνει το χρόνο να ασχολείται με το μόνο πράγμα που τον ενδιαφέρει: τα παιχνίδια στο κομπιούτερ. Με έμμεση αναφορά στις παραδόσεις περί μαγείας και πνευμάτων, βασικά στοιχεία της κουλτούρας των λαών της Αφρικής, γίνεται παραλληλισμός ανάμεσα στη φθίνουσα πολιτικο-κοινωνική κατάσταση και στις μυστηριώδεις καταρρεύσεις κτιρίων σε μια κεντρική πλατεία της πόλης
-πρώην λίμνη που μπαζώθηκε για να χτιστούν πολυκατοικίες. Σαν τα στοιχεία της φύσης να εκδικούνται για την καταπάτηση των φυσικών και ανθρώπινων νόμων.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]