Είναι δεκατριών ετών. Τον φωνάζουν Γάτο, όνομα που του έδωσε ο αδερφός του. Μήπως επειδή είναι αδύνατος σαν γατί; Θέλει να παίξει πόλεμο· αυτό όμως το καλοκαίρι του 1944, ο πόλεμος παίζει μαζί του. Ονειρεύεται να φύγει μακριά, στην Ανατολή, καβάλα σ` ένα γέρικο ήσυχο ελέφαντα· αυτήν τη χρονιά η φυγή γίνεται πάνω σε τεθωρακισμένα. Παίζει με χάρτινα αεροπλανάκια· τα πραγματικά αεροπλάνα ρίχνουν βόμβες. Ονειρεύεται επίσης τη θάλασσα, να βουτάει σ` αυτήν και να κολυμπάει ασταμάτητα προς τ` ανοιχτά μαζί με τον αδερφό του· ο αδερφός του που έχει φύγει μιλώντας για τη λευτεριά και κουβαλώντας τα όνειρά του. Του αρέσει το πιάνο· όπως όλα όσα τον περιτριγυρίζουν, η μουσική μιλάει κι αυτή για θάνατο. Θα `θελε να μην είναι πια μόνος· οι άλλοι είναι πολυάσχολοι. Προσπαθεί να χαμογελάσει.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]