Το γάλα στα ρωσικά λέγεται «μαλακό». Έτσι, περίεργα, μια άλλη ελληνική λέξη, σπαρμένη μέσα σε μια άλλη γλώσσα, δίνει εκεί, στο ξένο χωράφι, πολύ πιο άμεσα και πιο ανάλαφρα την αίσθηση του πράγματος, απ’ ότι η αντίστοιχη που το ονοματίζει στα ελληνικά. Γι’ αυτήν ακριβώς την αίσθηση θέλει να μιλήσει το έργο Το γάλα. Την αίσθηση που έχει κανείς ότι όλα μέσα του μαλακώνουν και ζεσταίνονται. Όταν σταματάει πια να κλαίει και να πονάει. Όταν δέχεται την τροφή του. Όταν αγαπιέται... Κι όταν αυτό δε συμβαίνει, τότε νιώθει ξένος. Σαν πρόσφυγας σε δυο πατρίδες. Ξένες κι αυτές.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]