Οι μαθησιακές δυσκολίες τα τελευταία χρόνια αναδείχτηκαν ως η πιο μελετημένη και γνωστή περίπτωση της ειδικής αγωγής που, λόγω της συχνότητάς της, τείνει να ταυτιστεί με την ίδια την ειδική αγωγή. Πρόκειται όμως ταυτόχρονα και για μια περίπτωση που έχει αμφισβητηθεί και αμφισβητείται γιατί δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να καθοριστεί ως ένας διακριτός κλάδος της γνώσης που να δίνει φως σε όλες τις όψεις του φαινομένου. Δεν βρέθηκε δηλαδή μέχρι σήμερα η αιτιώδης σχέση μεταξύ της φαινομενολογίας των μαθησιακών δυσκολιών και των παραγόντων που τις προκαλούν. Παρότι έχουν διατυπωθεί επίσημοι ορισμοί, δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί ο βασικός στόχος τους ως επιστήμη, δηλαδή να γίνει κατανοητή η φύση και η ερμηνεία τους. Σε μια πορεία πάνω από 100 χρόνια μελέτης του πεδίου βρισκόμαστε σε αδυναμία να απαντήσουμε σε ένα απλό ερώτημα με καθολική συναίνεση και χωρίς αμφισβητήσεις: Τι είναι οι μαθησιακές δυσκολίες; Σήμερα θεωρούμε ότι γνωρίζουμε πολλά σχετικά με τα χαρακτηριστικά τους καθώς και με τις πρακτικές που έχουν εφαρμοστεί, δεν απαντήθηκε όμως το αν αποτελούν μια διακριτή κατηγορία μαθητών χαμηλής σχολικής επίδοσης ή αν πρόκειται για μια κατασκευή στην οποία μπορεί να παρεισφρύσουν όλοι οι μαθητές χαμηλής επίδοσης. Οι δύο αυτές όψεις μελετήθηκαν αναλυτικά διαχρονικά, όχι όμως συνεκτικά και για το λόγο αυτό ακόμη μέχρι σήμερα άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μια ειδική δυσκολία-χάρισμα, εφόσον τέτοια παιδιά έχουν υψηλή ευφυΐα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι στην κατηγορία ανήκουν όλα τα παιδιά που δεν μπορούν να μάθουν.
Από τις αρχές του 21ου αιώνα, επιστήμονες από διαφορετικούς κλάδους αλλά κυρίως εκπαιδευτικοί που αντιμετωπίζουν συχνά ερωτήματα γονιών, όπως λ.χ. `το παιδί μου που φοιτά στο νηπιαγωγείο και γράφει ανάποδα, έχει δυσλεξία;`, `θα είναι ένας μελλοντικός Αϊνστάιν;` ή `το παιδί μου δεν καταλαβαίνει το νόημα. Μήπως έχει δυσλεξία;` ή `το παιδί μου είναι αφηρημένο και δεν τα πάει καλά στο σχολείο. Μήπως έχει μαθησιακές δυσκολίες;`, επιχείρησαν μέσα από διεθνείς οργανώσεις όπως το Learning Disabilities Association (LDA) να επανακαθορίσουν λειτουργικά το πεδίο, δηλαδή να απαντήσουν στο αν πρόκειται για έναν κλάδο της επιστήμης με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή μια ψευδοεπιστήμη που πληροί όλα και τίποτα, και κυρίως επιχείρησαν να δώσουν τα λειτουργικά εκείνα χαρακτηριστικά που θα διευκολύνουν τα παιδιά μέσα στο σχολικό πλαίσιο και στην κοινωνία να αναπτύξουν το μέγιστο δυνατό των ικανοτήτων τους.
Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται μια ιστορική εξελικτική προσέγγιση με στόχο να συγκεράσει τις κυρίαρχες επιστημονικές τάσεις, με κριτήριο τους σημαντικούς σταθμούς εξέλιξης του πεδίου από πλευράς επιστημών και εκπαιδευτικής πολιτικής. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]