Η ύπαρξη και η διατήρηση του σατυρικού (η σιληνικού) δράματος στην κλασική εποχή οφείλεται στην απαίτηση του κοινού να μείνει ζωντανή η διονυσιακή διάσταση της δραματικής ποίησης, η οποία εξέλιπε σταδιακά από την τραγωδία με την εξέλιξη του είδους. Η παρουσία των τραγόμορφων σατύρων επί σκηνής αποτελούσε αναφορά στις βακχικές τελετές και φόρο τιμής στον Διόνυσο, στα πλαίσια των εορτών του οποίου πραγματοποιούνταν κάθε χρόνο οι δραματικοί αγώνες. Η υπόθεση του σατυρικού δράματος «Ιχνευταί» ή «Ιχνευταί Σάτυροι» αναφέρεται στην κλοπή των βοδιών του Απόλλωνα από τον νεογέννητο Ερμή και στην προσπάθεια των Ιχνευτών Σατύρων να τα εντοπίσουν, με την καθοδήγηση του πατέρα τους Σιληνού. Πέρα από το εξ ορισμού κωμικό στοιχείο που πηγάζει από την ευρηματικότητα του κλέφτη θεού, έχουμε εδώ και την αιτιολογική λειτουργία του μύθου, καθώς εξηγείται η προέλευση της λύρας, την οποία κατασκεύασε ο Ερμής για να παραπλανήσει με τους ήχους της του Ιχνευτές, και την οικειοποιήθηκε στη συνέχεια ο Απόλλωνας, ανάγοντάς τη σε αναπόσπαστο στοιχείο της εικόνας του. Το ανάλαφρο, παιγνιώδες ύφος των «Ιχνευτών», καθώς και η παντελής απουσία του τραγικού στοιχείου, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται μάλλον για νεανικό έργο του Σοφοκλή.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]