Με
του γλαυκού
υφάλμυρου νερού
τη γοητεία
τη χρυσογυάλινη γαλήνη
λυτρωτικά ενώθηκα
μα και στο αφρισμένο κύμα
στο ράπισμα ορμητικού ανέμου
άντεξα κι ας δόθηκα βαρκούλα ακυβέρνητη
καταμεσής στο πέλαγος που παραδέρνει
να τραγουδώ.
Το χιόνι ας φώλιασε γερά στις κρύπτες του κορμιού μου
στα στήθη ας σπαρτάρησαν δυο γλάροι πληγωμένοι.
Από μουντές ανατολές που έχω κλέψει αχτίδες
φωτίζω την αναμονή ήλιε που με ζυγώνεις.
Νότες σκορπίζω για καημούς, ελπίδες και όνειρα τρελά με
τρίλιες αλκυόνης.