ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ
Νανούριζες την ημισέληνο στην αγκαλιά σου
κ’ ήταν το δέρμα σου καλυμμένο με της νύχτας το χνούδι.
Λικνιζόσουν στην αιώρα του χρόνου
καθώς η ωκεάνια αύρα γύρευε τη σάρκα σου
το σώμα σου το εφηβικό
που το σκέπαζε η σιωπή του κρίνου.
Νανούριζες την ημισέληνο στην αγκαλιά σου
κι όλοι προσμέναμε τη γονιμότητα από σένα
να γεννήσεις καιρούς ήμερους σαν τα μικρά ζώα
εποχές καμπύλες σαν τον έρωτα
προσμέναμε να ξεχειλίσει η ποδιά σου
απ’ τους νεαρούς καρπούς της ελευθερίας μας.
Νανούριζες την ημισέληνο στην αγκαλιά σου
κ’ η σιγή μεταμορφωμένη σε μολύβδινο πάνθηρα
κούρνιαζε στα πόδια σου
τα σκαλιστά απ’ τον ουρανό.