«...Πάνω στο σώμα με την φωνή του Θεού/ με την φωνή της λάσπης/ ένα μαυσωλείο τριχών, ένα σχέδιο γύρω από τις θηλές/ το χρώμα λεπτοδουλεμένο της φρίκης/ το στόμα, τα δόντια, τα κανόνια που βροντούν/ κι ένας καθρέπτης ο βολβός που γυρίζει –κι αδειάζει η ύπαρξη/ πολύ την γεμίσανε οι λέξεις, οι φλέβες, οι καρδιές/ τα στήθη, οι μήτρες που λάμνουν/ τα στόματα που βροντούν/ στα πλευρά οι λειχήνες, οι λάχνες και οι λόχμες στα σκέλια/ οι ακανθωτοί σπόνδυλοι της άρθρωσης –και καθώς φεύγεις/ απ’ το παράθυρο έρχεται το θλιμμένο το φως/ και κλαίει/ και η στάχτη του στάζει στο φως, στάζει μέσα στην γλώσσα...»