Το βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου αποτελεί το αποτύπωμα μιας ταραγμένης δεκαετίας, από το καλοκαίρι του 2015 ως το καλοκαίρι του 2025. Μιας δεκαετίας που κλείνει σε μια συγκυρία όπου, όπως γράφει ο συγγραφέας, «το Μεσοβασίλειο τελείωσε» και έτσι «τα τέρατα που εφεξής θα μας περιβάλλουν δεν θα είναι αυτά του ταξιδιού της μετάβασης, αλλά του προορισμού της». Η ίδια η στιγμή των γενικευμένων συρράξεων, στην οποία κυκλοφορεί το βιβλίο, το πιστοποιεί.
Άνθρωποι που ο συγγραφέας γνώρισε, τίμησε και αγάπησε, βιβλία που μελέτησε, τόποι με ιστορικό φορτίο που τον σημάδεψαν, από την Πρέσπα και το ελληνικό βουνό ως τη ζούγκλα της Κολομβίας, τα ηφαίστεια της Ισλανδίας, το κομμουνιστικό νεκροταφείο της Τασκένδης. Η Ελλάδα στη γειτονιά της με το δικό της βαρύ φορτίο: το Μακεδονικό, τα ελληνοτουρκικά, τα ελληνοαλβανικά. Οι πρόσφυγες και η εδραιωμένη μετά το 2015 πολιτική της ανάσχεσης στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Ο αγώνας για ιθαγένεια στους μετανάστες και τα παιδιά τους ως υπόθεση δημοκρατίας. Η Δύση, η οποία όσο απομακρύνεται χρονικά από το αντιφασιστικό συμβόλαιο του τέλους του Β΄ Παγκοσμίου τόσο εθίζεται στην Ακροδεξιά και ερωτοτροπεί με τον πόλεμο. Οι πόλεμοι που γενικεύονται εφιαλτικά. Η υπόθεση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των θεσμών, το κύρος των οποίων αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες «παράπλευρες απώλειες» της ελληνικής κρίσης. Η ίδια η ελληνική κρίση, η οποία ονομαστικά έληξε, ουσιαστικά όμως παρατείνεται ως μια εδραιωμένη συνθήκη βιοτικής επισφάλειας, ένα νέο καθεστώς. Τέλος, η αντιφατική υπόθεση της Αριστεράς στη χώρα μας, από τη νίκη στην απαξίωση, και το όλον ελληνικό πολιτικό σύμπτωμα με τα δικά του κεκτημένα και αδιέξοδα.
Γράφει ο Δημήτρης Χριστόπουλος: «Οι ιδέες δεν είναι αισθητικό προϊόν. Όταν λέμε μια “ωραία ιδέα” δεν εν¬νοούμε όμορφη, αλλά σημαντική. […] Αντιλαμβάνομαι, με την έννοια αυτή, τη μάχη των ιδεών ως αγώνα επιβίωσης, αγώνα για μια ζωή αξιοβίωτη. Η ιστορία δεν μας χαρίζεται. Χρόνια δοκιμασίας φεύγουν, χρόνια μεγαλύτερης δοκιμασίας ήρθαν κι έρχονται. Ένας λόγος παραπάνω όμως να το παλεύουμε. Αντιλαμβάνομαι το βιβλίο τούτο ως ένα μικρό όπλο στον μεγάλο αυτό αγώνα […] Αυτήν τη διττή αρετή επιθυμώ να υπηρετούν τα γραπτά μου: κάτι μεταξύ επίγνωσης και εγρήγορσης. Αυτό ονομάζω στρατηγική της υλοποίησης. Παραδείγματος χάρη, να ασχολείται κανείς με την ιθαγένεια, όχι μόνο για να βγάλει ένα σημαντικό βιβλίο, αλλά για να μπορούν τα παιδιά των μεταναστών να την αποκτούν επειδή τη δικαιούνται».
Ο Στρατής Μπουρνάζος καταλήγει στα Προλεγόμενά του: «Αυτή είναι η λυδία λίθος και ο μεγαλύτερος έπαινος για τον τόμο: τα κείμενά του, ανεξάρτητα με το αν γράφτηκαν δέκα, πέντε ή δύο χρόνια πριν, παραμένουν αναγκαία. Δεν μιλάω για τον ιστορικό του μέλλοντος, που θα μελετήσει τις αρχές του ελληνικού 21ου αιώνα. Αναφέρομαι πρωτίστως σε μας σήμερα, ως πολίτες, που συνεχίζουμε να θέλουμε να καταλάβουμε τον κόσμο ώστε να τον αλλάξουμε».