«Η Ρεβέκκα, η Εσθήρ και το χωριό του λυτρωμού» κινείται μεταξύ μυθοπλασίας και ρεαλισμού, καθώς και μεταξύ εικονικής πραγματικότητας και αλήθειας, προκειμένου να εκπληρωθεί ο σκοπός του. Πώς άλλωστε θα μπορούσε να δοθεί μία ιστορία που ανήκει στα χρόνια της Κατοχής χωρίς γραπτές μαρτυρίες, χωρίς τα αναγκαία ιστορικά κείμενα ή άλλα γραπτά της τοπικής ιστορίας; Ίσως έτσι λοιπόν, μέσα από συζητήσεις του συγγραφέα με τους αληθινούς ήρωες αυτών των γεγονότων, ίσως (επιμένω) να αναγεννάται ένα άγνωστο παρελθόν, ηθικά και κοινωνικά υπέροχο, το οποίο μπορεί να διδάσκει, να προσφέρει και να λειτουργεί ως φάρος αντιρατσισμού, γνήσιας αγάπης και πλούσιας ανθρωπιάς.
Ως καλός φίλος των συμπατριωτών μου Εβραίων, προσωπικά αισθάνομαι την ανάγκη να δώσω, έστω και αργά, ογδόντα χρόνια μετά την υποδειγματική συνύπαρξη των συγγενών μου - προγόνων μου με τους προγόνους των φίλων μου Εβραίων, αυτό το πόνημα αδελφοσύνης των δύο κοινοτήτων (Χριστιανικής και Εβραϊκής)…