Από πού προκύπτει η αναγκαιότητα συνεξέτασης της (κοινωνιο/κειμενο) γλωσσολογίας με τη λογοτεχνία σε δομημένο ρεαλισμό; Το ερώτημα αυτό αποτελεί το εναρκτήριο σημείο τής παρούσας μελέτης. Οι κοινωνικοπολιτισμικές και ιδεολογικές αλλαγές, η κυριαρχία των προσωπικών και συχνά ατεκμηρίωτων προσωπικών απόψεων, οι λαϊκιστικές τάσεις σε κάθε έκφανση της ζωής, με δεσπόζουσα την παραλογοτεχνική παραγωγή, επιτάσσουν τον επαναπροσδιορισμό τής λογοτεχνίας. Ο επαναπροσδιορισμός αυτός δε θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη συμβολή τής γλώσσας ως πρωταρχικού λογοτεχνικού δομικού υλικού. Με την παρούσα μελέτη, λοιπόν, προτείνεται ο όρος «γραμματική τού δομημένου ρεαλισμού», ο οποίος εμπερικλείει κανόνες, συμβάσεις και γλωσσικές στρατηγικές, βασισμένες σε θεωρίες κοινωνιογλωσσολογίας, ανθρωπολογίας τής γλώσσας, κειμενογλωσσολογίας, (κριτικής) ανάλυσης λόγου και λογοτεχνικής κριτικής από το ρωσικό φορμαλισμό μέχρι το μεταδομισμό και τον κύκλο τού Μπαχτίν. Μέσω του πολυσυνθετικού και διεπιστημονικού πλαισίου που συγκροτείται, παρουσιάζεται μια γλωσσική «εργαλειοθήκη», τόσο για τη συγγραφική παραγωγή λογοτεχνικών έργων δομημένου ρεαλισμού, όσο και για τη μελέτη αυτών. Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα από την κατανόηση και επεξεργασία αυτών των θεωρητικών «εργαλείων» είναι ο δημιουργός να αρχίσει να μετατρέπεται σε πνευματικό καθοδηγητή και να πετύχει έναν σταδιακό, αλλά ευρύ διαφωτισμό και αφύπνιση του/της αναγνώστη/στριας, οδηγώντας τον/την στην επίτευξη προσωπικής και συλλογικής αυτογνωσίας και στην αναδιαμόρφωση των κοινωνικά αποδεκτών βεβαιοτήτων.