«Ξύπνησε χάραμα απ’ έναν παφλασμό / απομεινάρι ενός ξέπνοου βρυχηθμού από ’να κύμα που ζητούσε εξιλασμό / για των συντρόφων τον χαμό…».
Το νησί είναι ο τόπος της ψυχής όπου κάποιος ναυαγεί εκούσια, για να ζήσει εκεί σε εκείνες τις ακραίες συνθήκες, αφού δεν του δίνεται αλλού η δυνατότητα να αποδείξει την υπαρξιακή του ρώμη.
Κι όταν ο Ροβινσώνας θα συναντήσει τον Παρασκευά, όπως θα δούμε, δε θα είναι πια ως Άλλος που θα τον αντιληφθεί.
Κι όταν ένα πλεούμενο θα φτάσει στο τέλος, ο Ροβινσώνας θα ξέρει πως δεν μπορεί πια να ξαναβάλει τους ανθρώπους σε λειτουργία ως άλλους, εφόσον η δομή που θα γέμιζαν έχει πια η ίδια εξαφανιστεί.
«…εδώ στη γωνία ζω πια, / στο τέλος του διάδρομου, στη σκόνη, έλα να δεις το λίγο φως π’ ανασηκώνει / το πέπλο της για να ξαπλώσει η ανθρωπιά / κι ο καταδιωγμένος πόθος π’ οδηγεί / τα βήματά σου δω που περπάτησε η σιγή».