«Έχει μέσα θησαυρό! Τον χάρισε η καλή νεράιδα στον παππού, γιατί την έσωσε από τον κακό δράκο!» έλεγε.
«Ποια καλή νεράιδα;» τη ρωτούσαν γελώντας οι μεγάλοι.
«Η ξανθομαλλούσα… εκεί… στη μεγάλη πηγή… στην είσοδο του χωριού μας!» απαντούσε με πείσμα.
Χτύπαγε το πόδι της κάτω, σούφρωνε τα χείλη της κι έτρεχε κι έχωνε το πρόσωπο της στην ποδιά της γιαγιάς της.
«Ας το ανοίξουμε το σεντούκι, γιαγιά! Ας το ανοίξουμε να δουν όλοι το θησαυρό», έλεγε με παράπονο.
«Είναι θησαυρός μαγικός! Σαν θα ’ρθει η ώρα, μoναχό του θα μιλήσει στον εκλεκτό που θα τ’ ανοίξει!» απαντούσε εκείνη.
Όταν φύγει η γιαγιά για τα περιβόλια του oυρανού, ξεκινά ένα αλλιώτικο «ταξίδι», καθώς η Σμαραγδένια-ενήλικη πια- ανοίγει το σεντούκι για πρώτη φορά και «μιλά» μαζί του. Τι θησαυρό, άραγε, κρύβει; Θα κατορθώσει να ξυπνήσει το παιδί που η Σμαραγδένια κρύβει μέσα της;