Μήνες έψαχνα τίτλο γι’ αυτά τα διηγήματα. Είχα βρει καμιά δεκαριά, όμως κανένας δεν μου άρεσε ιδιαίτερα. Μια μέρα πήγα να βάψω το αυτοκίνητο – ο βαφέας ήταν ένας Ρωσοπόντιος που μιλούσε σπαστά ελληνικά. Μου είπε πως θα χρειαστεί μια βδομάδα να κρατήσει το όχημα για να κάνει τη βαφή. Και συμπλήρωσε γενναιόδωρα: «Θα σου δώσω αυτό το “Seicento” [ένα «FIAT» παλιατζούρα τριακονταετίας] να κυκλοφορείς, να κάνεις τη δουλειά σου μέχρι να τελειώσω». «Και πόσο το πήρες αυτό το “Seicento”;» τον ρωτώ. «Πεντακόσια ευρώ μεταχειρισμένο», μου απαντάει, «αλλά έριξα άλλο ένα χιλιάρικο και του άλλαξα μπουζί, σασμάν, τα πάντα, μέχρι και φάλτσα κεφαλής». Μόλις άκουσα τι είπε, σκέφτομαι: «Αμάν, βρήκα τίτλο». Ο άνθρωπος ήθελε να πει «φλάντζα κεφαλής», όμως λόγω του ότι δεν ήξερε καλά ελληνικά, έκανε το λάθος (που είναι και το σωστό) λέγοντας: «Φάλτσα κεφαλής».
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο πολυγραφότατος και πολυβραβευμένος συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης έχει τέτοια αναγνωστική σύνδεση με τον κόσμο, κυρίως γιατί διαθέτει αυτό που θα λέγαμε «κοινωνική μόρφωση». Πράγματι, μπορεί άνετα από ένα γλέντι σε περιθωριακό μαγαζί, στο οποίο συνυπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, με μια τσιγγάνικη ορχήστρα, να πετάγεται στο πώς λειτουργούν οι ιχθυοκαλλιέργειες και από ... >>>
Γράφει η Τζένη Μανάκη //
Γιώργος Σκαμπαρδώνης «Φάλτσα κεφαλής», Εκδόσεις Πατάκη
«Κι ενώ χορεύει ένας μπαζοκαράφλας μ΄έναν μουσάτο νεαρό που φοράει σκισμένο μπλουτζίν, τα χάλκινα πετώντας φλόγες ξερνούνε επιθετικά καβαλητούς φθόγγους σε μια διαρκή, ασταμάτητη ανάβαση. Οι ήχοι ξεχύνονται απ’ τα χωνιά μέσα στο μαγαζί τραντάζοντας τα τζάμια και κουνώντας τις λάμπες, καθώς η βέργα του τυμπάνου έχει γίνει κλομπ και δέρνει ανελέητα. Νομίζεις πως η φανφάρα έχει ανεβεί ψηλά, στον αέρα, σαν σε άμβωνα, και βγάζει ενθουσιαστικό κήρυγμα που ξυπνάει νεκρούς και μισοπεθαμένους, κατάκοιτους και ασθενείς…» >>>