Πέρασα όμορφα εκείνο το μεσημέρι! Την άκουγα να μιλάει, να γελάει χαρούμενη, να περιγράφει καταστάσεις από τη ζωή της, πλάκες που έκανε στο παρελθόν με τους φίλους της. Ήταν το κέντρο της παρέας. Παρ’ όλη την ιλαρότητα όμως που χαρακτήριζε την αφήγησή της, διέκρινα κι άλλα πράγματα στα μάτια της. Ένοιωθα πως η γυναίκα που είχα μπροστά μου είχε κι άλλα πράγματα να πει πέρα απ’ τις πλάκες. Την κοίταζα και σκεφτόμουν πόσο όμορφη πρέπει να υπήρξε στα νιάτα της και πόσο γεμάτη ενέργεια και ζωή. Θα ήθελα να την είχα γνωρίσει νωρίτερα. Αποφασίσαμε να ξαναβρεθούμε στο σπίτι μου αυτή τη φορά. Χρωστούσα ένα τραπέζωμα και γω. Και βρεθήκαμε. Ήρθε η Ματούλα, ο Παναγιώτης ο Γεροδήμος, ο Γιώργος ο Βογιατζής και η Ντιάνα. Μια όμορφη παρέα. Η Ματούλα άρχισε πάλι να περιγράφει με τον γλαφυρό της τρόπο ιστορίες και πλάκες απ’ το παρελθόν. Την άκουγα και μια τρελή ιδέα ήρθε και καρφώθηκε στο κεφάλι μου. Ίσως γιατί με κοίταζε έντονα την ώρα που μιλούσε, ίσως γιατί ένοιωθα πως κάτι παραπάνω ήθελε να μου πει πέρα από τις πλάκες που περιέγραφε, σκεφτόμουν πως όλα αυτά έπρεπε με κάποιον τρόπο να καταγραφούν. Και τι καλύτερο από ένα βιβλίο! Δε θυμάμαι ποια από τις δυο το πρότεινε πρώτη! Εκείνη; Εγώ; Δεν έχει σημασία! Σημασία έχει πως επικοινωνήσαμε μ’ ένα τρόπο μοναδικό! Θέλεις πράγματι τη ρώτησα; Ναι, μου απάντησε και δε χρειάστηκε να πούμε τίποτα άλλο.