Κωστὴς Παλαμᾶς, « Ἡ χαρὰ τῆς Τέχνης» (ἐφ. «Ἐλεύθερος Ἄνθρωπος», 30 Νοεμβρίου 1930)
Οἱ ἀναμνήσεις
Ἀστέρια ἀκριβόθωρα τῆς Ἄρκτου, νά, μοῦ φαίνεται ἀπίστευτο,
ποὺ ἐπιστρέφοντας ξανά, ὅπως παλιά, νὰ σᾶς κοιτῶ ἐκστατικὰ
νὰ τρεμοφέγγετε πάνω ἀπ’ τὴν αὐλὴ τὴν πατρικὴ
καὶ νὰ συνομιλῶ μαζί σας ἀπὸ τὰ παραθύρια
αὐτοῦ τοῦ σπιτικοῦ, ὅπου ἐκατοίκησα μικρούλης·
ἐδῶ, ποὺ τὶς χαρές μου εἶδα νὰ τελειώνουν.
Πόσες εἰκόνες κάποτε, καὶ πόσες ψευδαισθήσεις
δὲν γέννησαν στὴ σκέψη μου, τόσο ἡ δική σας ἡ θωριὰ
ὅσο καὶ ἄλλων ἀστεριῶν πού ᾿ναι δικοί σας σύντροφοι!
Ὅταν στὶς νύχτες μου, στὴ χλόη καθόμουν σιωπηλός, συνήθιζα
ὧρες πολλὲς νὰ τὶς περνῶ τὸν οὐρανὸ ρεμβάζοντας κι ἀκούγοντας
τὸ ἀπόμακρο τραγούδι τῶν βατράχων, ἐκεῖ στὴν ἐξοχή!
Μιὰ πυγολαμπίδα περιπλανιότανε μέσα σὲ θάμνους
καὶ παρτέρια, ἐνῶ ψιθύριζε τὸ ἀγέρι ἀνάμεσα
σ’ εὐωδιαστὲς ἀλέες κι ἀνάμεσα στὰ κυπαρίσσια,
στὸ μακρινὸ δασάκι· καὶ κάτω ἀπὸ τὴν πατρικὴ στέγη
φωνὲς συνομιλοῦσαν, ποὺ ἠχοῦσαν πότε ἡ μιὰ καὶ πότε ἡ ἄλλη,
καθὼς καὶ τῶν ὑπηρετῶν στὶς ἤρεμες δουλειές τους.
Καὶ πόσες σκέψεις ἀμέτρητες καὶ πόσα ὄνειρα γλυκὰ
μ’ ἐνέπνευσε ἡ θέα ἡ ἀπόμακρη τῆς θάλασσας
καὶ τῶν γαλαζοπῶν βουνῶν, ποὺ ἀπὸ ᾿δῶ διακρίνω,
καὶ ποὺ σκεφτόμουνα μιὰ μέρα νὰ διασχίσω,
ταξιδεύοντας, κόσμους μυστηριώδεις
καὶ τάχα νὰ χαρίσω στὴ ζωή μου εὐτυχία μυστική!
Τὴ μοίρα μου ἀγνοοῦσα καὶ περισσὲς φορὲς
τὴν πονεμένη καὶ φτωχὴ ζωή μου
πρόθυμα μὲ θάνατο θ’ ἀντάλλαζα.
Le ricordanze
Vaghe stelle dell’Orsa, io non credea
Tornare ancor per uso a contemplarvi
Sul paterno giardino scintillanti,
E ragionar con voi dalle finestre
Di questo albergo ove abitai fanciullo,
E delle gioie mie vidi la fine.
Quante immagini un tempo, e quante fole
Creommi nel pensier l’aspetto vostro
E delle luci a voi compagne! allora
Che, tacito, seduto in verde zolla,
Delle sere io solea passar gran parte
Mirando il cielo, ed ascoltando il canto
Della rana rimota alla campagna!
E la lucciola errava appo le siepi
E in su l’aiuole, susurrando al vento
I viali odorati, ed i cipressi
Là nella selva; e sotto al patrio tetto
Sonavan voci alterne, e le tranquille
Opre de’ servi. E che pensieri immensi,
Che dolci sogni mi spirò la vista
Di quel lontano mar, quei monti azzurri,
Che di qua scopro, e che varcare un giorno
Io mi pensava, arcani mondi, arcana
Felicità fingendo al viver mio!
Ignaro del mio fato, e quante volte
Questa mia vita dolorosa e nuda
Volentier con la morte avrei cangiato.
(Απόσπασμα…)