Η «νενέ» Σουλτάνα έρχεται από την Κωνσταντινούπολη στην Ελλάδα με τις απελάσεις του ’64. Εγκαθίσταται στα «Πέτρινα» Προσφυγικά της πόλης των Αργοναυτών κοντά στην εγγονή της Αριστέα και την οικογένειά της. Η ίδια δυσκολεύεται να μιλήσει για το παρελθόν. Αναπάντεχα, όμως, το φθινόπωρο του ’71 φτάνουν από την Πόλη τρία κιβώτια. Ανάμεσα στα περιουσιακά στοιχεία που παραλαμβάνει είναι και ο αργαλειός της μάνας της, της Λενιώς. Αυτός και τα μυστικά του στέκονται η αφορμή να θυμηθεί τη συνάντηση της μικρής Σουλτάνας με τη νυφίτσα, πηγή δεινών και περιπετειών για την ίδια και τους Ρωμιούς της Πόλης. Αρχίζει τότε η αφήγησή της· από το Κουρί, τον τόπο καταγωγής της, και τις σπουδές της στο «Ζάππειο» ως τον γάμο της με τον Δαμιανό και τον τραγικό θάνατο αγαπημένων προσώπων. Η μικρασιατική καταστροφή, οι συνθήκες του ’20 και του ’23, το ανελέητο κυνηγητό των Ελλήνων της Πόλης με τον νόμο του ’32 περί επαγγελμάτων, το βαρλίκι και τα Σεπτεμβριανά του 1955 αποτυπώνονται με ανάγλυφο τρόπο στην αφήγηση ποταμό της.
Η δισεγγόνα της, Σουλτάνα και αυτή, ζωντανεύει την ιστορία της προγιαγιάς της στο σήμερα. Την κοιτάζει με τα μάτια της έφηβης. Από το δικό της παρελθόν ανασύρει και καταθέτει νοσταλγικές στιγμές της δεκαετίας του ’70. Αυτές ζυμώνονται στα χρώματα της προσφυγιάς, αγγίζουν τον πόνο των πρώτων ανθρώπων που ξεριζώθηκαν απ’ τη γενέθλια γη τους. Βλέπει την Ιωνία σαν μια θάλασσα που ασημίζει. «Πάνω της ταξιδεύουν μορφές και ιστορίες αλλοτινές. Προγόνων μονοπάτι το ασήμι τους».