χρόνια τώρα στέκομαι μπροστά σ’ ετούτο το φόβητρο κουτί, χωρίς να το κουνήσω ρούπι, περνούν περαστικοί, με λυπούνται, τόσες μέρες, τόσες νύχτες προσοχή, μου ρίχνουν κέρματα στο στόμα, μα εγώ δεν είμαι παιχνίδι κουρδιστό, δεν παίρνω μπρος, δεν φεύγω· τις προάλλες, μια κυρία που πότιζε τους κήπους, ήρθε κι εμένα να ποτίσει, έκτοτε, έρχεται μία στο τόσο, μετράει το ύψος μου, κι όλο στραβομουτσουνιάζει, κι όλο δυσανασχετεί· ένας κύριος μόλις έπιασε βροχή στάθηκε πλάι μου με μια πελώρια ομπρέλα-σαμαρείτη, να μην βραχείς, μην πλευριτώσεις μου ’λεγε με άχραντο χαμόγελο οξύ, δεν κινδυνεύω απ’ τον καιρό, κάγχαζα εγώ ασάλευτη, στητή, δεν βλέπετε το φόβητρο κουτί; κι απόκριση καμία· άλλοτε, με πλησιάζουν ο δείνα και η τάδε, δεν γίνεται να είσαι άγαλμα, μου λένε, και να μην αγαλλιάζουμε σαν σε κοιτάμε· μου κόβουν τα νύχια, μου χτενίζουν τα μαλλιά, μου ρίχνουν στον ώμο ένα σάλι, και μόλις την εύνοιά τους αποκτήσω, θαρρώ πως μονάχη μου έκοψα τα νύχια και χτενίστηκα, πως είχα ανέκαθεν στον ώμο ένα σάλι, κι έτσι όλο ξεχνώ πως είμαι εγώ το φόβητρο-κουτί, κι έτσι όλο ξεχνώ, να μ’ αγαπήσω