Ημέρα πρώτη
Eλεύθερη χωρίς περιοριστικούς όρους
αφέθηκε η άνοιξη,
που σ’ ένα καταχείμωνο βαθύ
την είχανε ριγμένη.
Το έγκλημά της;
Τον κόσμο προσπαθούσε ν’ αλλάξει,
κάθε που ερχότανε, κάθε που ευωδιάζει.
Κι ο κόσμος όλο ανέτοιμος,
όλο ανασφάλειες φορτωμένος,
θέλει δεν θέλει.
Φτυάριζε η εξουσία πάνω του το χώμα,
ζωντανός, νεκρός, χάμω θαμμένος,
μια ανάσα μακριά από το κώμα.
Μάρτυρες υπεράσπισης φανήκανε,
δύο χελιδόνια, μία μυγδαλιά κι ένας πουνέντες.
Τα πειστήρια αθωότητας;
Ένας μαυροφτεριασμένος ουρανός να σχίζεται,
ανεμο-ευλογιά από άνθη στο κορμί της,
και μια ευωδιά οι Συρακούσες στο πέλαγο.
Δεν έχει σημασία πόσο αστραφτερό είναι ένα άνθος,
αν κατάγεται από αριστοκρατικές ταξιανθίες
ή από φτωχή κι άμοιρη αφρικανική σκόνη.
Μόνο η αλήθεια του, ότι συντελείται ένα μικρό θάμα.
Να κραυγάζει με τη Μαγδαληνή στο πλήθος.
«ΑΘΩΑ, ΑΘΩΑ».
Μια σταύρωση λιγότερη μας περιμένει.