Η δημιουργία και μόνο της εύλογης εμπιστοσύνης ότι το δικαίωμα του Δημοσίου δεν θα ασκηθεί δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη μη ανατροπή της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί. Πέραν της εκδηλωθείσας από το Δημόσιο θετικής ενέργειας «όσον αφορά στην έκφραση της βούλησης του δικαιούχου να μην ασκήσει το δικαίωμά του», πρέπει να συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις, βαρύνουσα συμπεριφορά του Δημοσίου (διαπιστούμενη με την παραβίαση των επί μέρους αρχών δράσης της δημόσιας διοίκησης, ως η αρχή του estoppel, ή της απαγόρευσης ανάκλησης ευμενών διοικητικών πράξεων, επί παραδείγματι), οπότε αυτή και μόνη δικαιολογεί τη θυσία του δικαιώματος του τελευταίου, χωρίς να προσαπαιτείται κάτι επιπλέον για την κατάφαση της διάψευσης της εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Τα ανωτέρω επισφράγισε η πρόσφατη ΑΠ 747/2022, η οποία ξεκαθάρισε ακόμη περισσότερο το έρεισμα της απαγόρευσης αντιφατικής συμπεριφοράς: ενώ δίδεται η εντύπωση ότι εξακολουθούμε να κινούμαστε εντός πραγματικού εμπιστοσύνης, εν τούτοις το επίπεδο βαρύνουσας αδράνειας ή αμέλειας της Διοίκησης προδιαθέτει για την εγκατάλειψη αυτού –με την αξιοποίηση του εργαλείου του Κινητού Συστήματος– που επιτυγχάνεται μέσω της εισαγωγής του οχήματος των (επί μέρους) κανόνων δικαίου αντί ή στη θέση των πραγματικών ισχυρισμών.