Η επιστημονική κοινότητα τελευταία εστιάζει και στο ζήτημα της σχολικής βίας με βάση το φύλο. Πρόκειται για πράξεις ή απειλές σεξουαλικής, σωματικής, ψυχολογικής και άλλων μορφών βίας, που εμφανίζονται μέσα και γύρω από τα σχολεία, διαπράττονται ως αποτέλεσμα κανόνων και στερεοτύπων φύλου και επιβάλλονται από άνιση δυναμική ισχύος. Η βία στα σχολεία αντανακλά τους υποκείμενους κοινωνικούς κανόνες σχετικά με την εξουσία και τους αναμενόμενους ρόλους των φύλων. Συγκεκριμένα, όπως είναι γνωστό, το σχολείο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση στάσεων και προσδοκιών για κορίτσια και αγόρια στο πλαίσιο του προγράμματος σπουδών, αλλά και στο πλαίσιο των σχέσεων των εκπαιδευτικών με τις μαθήτριες και τους μαθητές τους. Όμως, τα σχολεία διαθέτουν ακόμα την ικανότητα να μετασχηματίζουν το σύστημα αξιών που μεταδίδουν, άρα να εντοπίζουν και να αναλύουν την ανισότητα των φύλων και να τροποποιούν το περιεχόμενο των ακαδημαϊκών σπουδών με τρόπο λ.χ. που καθιστά ορατές τις γυναίκες στην ιστορία. Είναι σε θέση και να υπερβαίνουν τα σεξιστικά στερεότυπα, τα οποία οδηγούν σε διαφορετικές προσδοκίες και εκτιμήσεις γυναικών/ανδρών ή/και κοριτσιών/αγοριών, όσον αφορά τις δεξιότητες, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και τις αντιλήψεις για τον εαυτό τους. Επισημαίνεται δε πως οι προσδοκίες των γυναικών και ανδρών εκπαιδευτικών έχουν αναγνωριστεί ως παράγοντας, ο οποίος μπορεί να εξηγήσει τις διαφορές στα μαθησιακά αποτελέσματα των μαθητριών και μαθητών, ενώ το φύλο τους έχει επηρεάσει τη διαμόρφωση αυτών των προσδοκιών.
Η ενδιαφέρουσα έρευνα της Βασιλικής Πλιόγκου και της Βασιλικής Κατσαρού στη μάλλον δύσκολη σχετικά περιοχή της Ηπείρου, θέτει στο κέντρο του ενδιαφέροντός της μια από τις ακραίες, επικίνδυνες μορφές έμφυλης βίας, αυτή της σχολικής βίας, η οποία συνδέεται με το φύλο. Έρχεται να προστεθεί στη σειρά των ερευνών που έχουν διεξαχθεί στην Κύπρο αρχικά και στα Δωδεκάνησα ακολούθως την τελευταία τριετία, προσφέροντας πολύτιμα δεδομένα, όχι μόνο για τις διαστάσεις του συγκεκριμένου τύπου βίας, αλλά και του αποφασιστικού ρόλου των γυναικών και ανδρών εκπαιδευτικών στην προσπάθεια εξάλειψης του φαινομένου, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη διεθνώς. Οι ερευνήτριες επιβεβαιώνουν με τα πορίσματά τους ότι τα πρότυπα έμφυλης σχολικής βίας αντικατοπτρίζουν ευρύτερα τις αντίστοιχες κοινωνικές/πατριαρχικές ιεραρχίες, ανισότητες και δυναμικές εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών και όχι μόνο. Υποστηρίζουν δε επιτυχώς πως οι εκπαιδευτικοί βρίσκονται στο κέντρο της λύσης του προβλήματος τερματισμού της βίας μέσα και γύρω από τα σχολεία, γεγονός το οποίο οφείλουν και να κατανοήσουν και να αποδεχθούν, άποψη που υποστηρίζεται και από τους Διεθνείς Οργανισμούς και, πριν από όλους, από τον ΟΗΕ. Ωστόσο, δεν γίνεται να αγνοηθεί η επισήμανση των αρμόδιων υπηρεσιών του ΟΗΕ ότι οι εκπαιδευτικοί επηρεάζονται επίσης από τη σχολική βία, η οποία είναι δυνατό να έχει δυσμενείς συνέπειες στη διδασκαλία, τα κίνητρα και την εργασιακή τους ικανοποίηση.
Ο τόμος αποτελείται από δύο μέρη, το θεωρητικό και το εμπειρικό. Στο θεωρητικό μέρος αποσαφηνίζονται όροι, παρουσιάζονται ζητήματα και έρευνες που αφορούν στην έμφυλη βία, στις πολιτικές αντιμετώπισης, στη σχολική βία με βάση το φύλο και ευρύτερα στην έμφυλη βία στο πλαίσιο της εκπαίδευσης. Ενώ στο εμπειρικό μέρος παρουσιάζεται αναλυτικά η έρευνα, η οποία υλοποιήθηκε στην Ήπειρο και ανέδειξε τις απόψεις εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης σχετικά με την έμφυλη βία αλλά και την έμφυλη σχολική βία. Η μελέτη ολοκληρώνεται με ενδεικτικές προτάσεις μέτρων και εκπαιδευτικών πολιτικών με στόχο την αντιμετώπιση της βίας και την υπέρβαση των έμφυλων διακρίσεων, η ύπαρξη των οποίων θέτει σε δοκιμασία την ίδια την έννοια της δημοκρατίας.