Η Ζίγκι, από δεκαεννιά χρονών σύντροφος του Λευτέρη, κουβαλάει όλα τα στοιχεία που σημάδεψαν τους Γερμανούς μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και διαμόρφωσαν τις ζωές τους. Ως πρόσφυγας από την Ανατολική Γερμανία (Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας), φέρει τα τραύματα από την απώλεια της πατρίδας και των περιουσιακών στοιχείων, έρχεται αντιμέτωπη με τις προκαταλήψεις από την οικογένειά της και τον κοινωνικό περίγυρο εξαιτίας της σχέσης της με τον Έλληνα.
Αποφασίζουν οι δυο τους, μετά την πτώση της χούντας, να μετοικήσουν στην Ελλάδα. Ο Λευτέρης, έπειτα από δεκατέσσερα χρόνια παραμονής στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μετανάστης για δεύτερη φορά στην ίδια του την πατρίδα, ξαναπιάνει το νήμα της ένταξης και της επιβίωσης στη χώρα του, με τις απαρχαιωμένες και συντηρητικές δομές. Η Ζίγκι μπαίνει σ’ ένα άγνωστο για αυτήν περιβάλλον, που της επιφυλάσσει πολλά εμπόδια και ακραίες εμπειρίες. Η γεμάτη δύναμη και όραμα ενασχόλησή της με τη δημιουργία του ελληνογερμανικού σχολείου, μια προσπάθεια Γερμανών και Ελλήνων γονέων, ανοίγει μια καινούργια προοπτική, που της επιτρέπει να κατανοήσει την ελληνική κοινωνία.
Οι δύο παράλληλες αφηγήσεις τους περιγράφουν τις κοινές τους εμπειρίες, από διαφορετική σκοπιά, ενώ προβάλλουν την ευρωπαϊκή προοπτική που στοχεύει στην υπέρβαση των συγκρούσεων και των αναχρονιστικών συμπεριφορών που πηγάζουν από στενόμυαλους εθνικισμούς.
Φωτίζουν επίσης το κοινωνικό πλαίσιο μιας ιδιαίτερα δύσκολης και ταραγμένης εποχής, απόρροιας των συνεπειών του Εμφυλίου στην Ελλάδα και του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου που οδήγησε στη διχοτόμηση της Γερμανίας.
Περιγράφουν όμως ότι είναι εφικτή η δημιουργία μιας κοινής βάσης για αρμονική συμβίωση, παρότι και οι δύο προέρχονται από διαφορετικούς πολιτισμούς, κάτι που στη σημερινή ταλαιπωρημένη από την κρίση Ευρώπη δεν φαίνεται εύκολα πραγματοποιήσιμο.