Κόντευε να τελειώσει το ψάξιμο χωρίς αποτέλεσμα, όταν άδειασε με νεύρα κι απογοητευμένη πάνω στο κρεβάτι το τελευταίο συρτάρι της μικρής σιφονιέρας. Ο διπλός πάτος του συρταριού έπεσε μαζί με το περιεχόμενό του. Φάνηκε ένας φάκελος, άλλου μεγέθους, πολυτελείας. Μέσα υπήρχε το γράμμα του Αλέξη κι ένα ακόμα γράμμα. Έκανε να το βάλει στη θέση του και να κρατήσει το δικό της, αλλά δεν μπόρεσε.
«Ποιος είναι ο άγνωστος αποστολέας κι ο πατέρας μου το έχει με τόση επιμέλεια κρυμμένο;» αναρωτήθηκε παραξενεμένη.
Διάβασε και ξαναδιάβασε όρθια το περιεχόμενο της επιστολής, γραμμένης στα ελληνικά σε γραφομηχανή. Δεν άντεξε. Λύγισαν τα πόδια της και κάθισε στο κρεβάτι. Συλλογίστηκε πως έπρεπε να συνέλθει. Τα συγκεχυμένα πράγματα που είχε μέσα της, σαν υπερβολές ή λανθασμένες εκτιμήσεις των παραστάσεων όλα αυτά τα χρόνια, ήταν πια συντελεσμένα γεγονότα! Η Στεφανία αυτό δεν μπορούσε να το πάρει αψήφιστα και σύντομα θα το αποκάλυπτε στη μάνα της.