Για τις κυριακάτικες βάρδιες που θα ‘ναι πάντα ένα έγκαυμα ανεπούλωτο στο στήθος, για τα αγέλαστα κορίτσια που περιμένουν μες στο κρύο το λεωφορείο, για τους «μεροκάματους που λαχταρούν ακόμη» — πότε με ασθμαίμοντα ρυθμό αργόσυρτου, σαρακατσάνικου τσάμικου και πότε έκρυθμου, αστικού τρεχαλητού, για τους έρωτες που πλημμυρίζουν αδιέξοδοι στις μεσοτοιχίες, για τ’ ασφυκτικά, τριάντα, αγωνιακά τετραγωνικά, για τους προλετάριους και τις πορείες που λιποθυμούν κάτω απ’ το σπίτι σου και για όσα η σάρκα στάζει στο ξεφλουδισμένο σου μπαλκόνι.