Σε μεγάλη ηλικία, λίγο πριν βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Ισαάκ Μπασέβις Σίνγκερ αρχίζει να γράφει την ιστορία της ζωής του, από τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στην Πολωνία μέχρι και την οριστική εγκατάστασή του στην Αμερική.
Στο περιβάλλον όπου ανατράφηκε ο Σίνγκερ, ο Θεός δεν ήταν μια έννοια θεωρητική αλλά μια καθημερινή, ζωντανή παρουσία. Για την ύπαρξη του Θεού ο Σίνγκερ δεν έχει ποτέ αμφιβολίες. Ωστόσο, από μικρό παιδί κιόλας, αδυνατεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο Θεός αφήνει αθώα πλάσματα να βασανίζονται χωρίς να έχουν κάνει τίποτα κακό. Πώς γίνεται ένας καλός και παντοδύναμος Θεός, που έφτιαξε τον κόσμο κατά τη βούλησή Του, να επιτρέπει μια τέτοια αδικία; Ψάχνοντας για απάντηση, ο Σίνγκερ στρέφεται στη φιλοσοφία, στην επιστήμη, στο μυστικισμό, στη λογοτεχνία. Μέχρι που σιγά-σιγά η απάντηση που φοβόταν του φανερώνεται: τον κόσμο όντως τον έφτιαξε ο Θεός· μόνο που ο Μεγαλοδύναμος είναι ένας Θεός μοχθηρός, που διψάει για αίμα και χαίρεται με τον πόνο των αδύναμων· ο κόσμος είναι ένα σφαγείο φτιαγμένο από έναν στυγερό Δημιουργό.
Μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο ο Σίνγκερ δεν μπορεί να υπάρξει. Ζει σαν εξόριστος, χωρίς κίνητρο, χωρίς φιλοδοξίες, ένας ζωντανός νεκρός που απλώς λαθροβιώνει. Παραδίνεται στους δαίμονες του κόσμου αυτού, με πρώτο και κύριο τον δαίμονα του έρωτα. Κάνει είδωλό του τη λογοτεχνία, μέχρι που κι αυτή την εγκαταλείπει φτάνοντας στην Αμερική. Σέρνεται τρομαγμένος, ανήμπορος αλλά μονίμως εξεγερμένος, παρατηρώντας τον κόσμο να οδεύει προς την καταστροφή, χωρίς ποτέ να θρηνεί, μα αντίθετα γελώντας βουβά με τη φάρσα τη ζωής.