Η Μάρθα περνά τις τελευταίες της μέρες στον θάλαμο ενός ογκολογικού νοσοκομείου, σε κώμα. Όταν ξυπνά είναι νεκρή. Μπροστά της περνούν δεκάδες ασθενείς που έχουν γίνει ζόμπι. Όπως εκείνη. Όμως η Μάρθα είναι διαφορετική. Η Μάρθα μπορεί να θυμάται, να σκέφτεται, να σχεδιάζει. Δεν θέλει να γίνει ένα αιμοσταγές πλάσμα, ένα τέρας. Ακολουθεί τις ορδές των όμοιών της, όμως κάτι μέσα της την τραβάει προς ένα προορισμό. Μια αναζήτηση. Μέχρι που…
Ο Κρις είναι μισθοφόρος. Μόλις αποτραβιούνται οι ομίχλες βρίσκει νεκρούς την αγαπημένη του γυναίκα και τον μονάκριβο γιό του. Όταν οι νεκροί αρχίζουν να ξυπνούν βάζει σαν στόχο της ζωής του να εξαλείψει κάθε ζόμπι που λυμαίνεται την περιοχή του, την Αθήνα, την Ελλάδα και γιατί όχι τον κόσμο ολόκληρο, με την βοήθεια μιας μικρής ομάδας που έχει περιμαζέψει. Μέχρι…
… Όταν οι ομίχλες έφτασαν τα πρώτα σπίτια δεν ακούστηκε τίποτα. Τα τσιμεντένια κτήρια κρύφτηκαν μέσα στις θολές αγκαλιές τους. Τεράστιες πολυκατοικίες με δεκάδες διαμερίσματα χάθηκαν σε λίγες στιγμές. Μα μαζί με αυτές χάθηκαν και οι ήχοι, οι αναπνοές, τα γέλια, οι ομιλίες. Σιωπή απέμεινε. Κάθε τετράγωνο που βρισκόταν στο διάβα τους, πνιγόταν για λίγες στιγμές στην φθονερή αγκαλιά τους κι έπειτα εκείνες προχωρούσαν μπροστά. Και αφού αγκάλιασαν χιλιάδες σπίτια, χάιδεψαν εκατομμύρια ανθρώπους, διέσχισαν πόλεις, τον κόσμο ολόκληρο, έπειτα, διαλύθηκαν σαν παλιός ιστός αράχνης στο φύσημα ενός ανύπαρκτου αέρα…