Αφανής και καθημερινή στ’ ανθρώπινου γένους τη μεγάλη ανηφόρα, η ανώνυμη, εθελούσια σταύρωσή τους. Άγνωστο το πώς και πού μαθήτευσαν. Πού και πώς σπούδασαν αυτήν την τέχνη της τόσο μεγάλης, της τόσο άδολης προσφοράς….
Εκούσιοι, άμισθοι πρεσβευτές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της μπέσας, του φιλότιμου….
Μακάριοι στο έργο τους, ποτέ δεν αποζήτησαν επιφανειακή δικαίωση ή αναγνώριση. Μόνο εκεί. Λίγο μετά το δείλι. Τις πρώτες ώρες της νύχτας. Όταν στα εσώψυχα γίνεται ο απολογισμός. Ο ατόφιος, ο καθαρός, ο πραγματικός απολογισμός. Τότε από το κουρασμένο αλλά φωτισμένο πρόσωπο ξεπηδούν αβίαστα μυρωδιές. Όμορφες. Σπάνιες. Και κρατούν γλυκιά συντροφιά στους ανθρώπους μέχρι το χάραμα. Είναι αυτό που νοιώθουμε τη νύχτα, που συνταράζει το μέσα μας, που γαληνεύει και ηρεμεί τον ύπνο μας.
Είναι αυτές, οι μοναδικές, «Οι ευωδιές του νυχτολούλουδου».