«Στο έργο που γράφω τώρα για το περιοδικό Ρούσκιι Βέστνικ εναποθέτω πολλές ελπίδες, όχι όμως από λογοτεχνική άποψη όσο από ιδεολογική. Θέλω να πω κάποιες σκέψεις μου, ακόμα κι αν χαθεί η καλλιτεχνική αξία του έργου αυτού. Με απασχολούν σοβαρά όσα έχουν μαζευτεί στην καρδιά και στο μυαλό. Δεν με πειράζει αν καταλήξει σε “κατηγορώ’’, εγώ θα τα έχω πει. Ελπίζω να έχει επιτυχία», γράφει στις 25 Μαρτίου 1870.
Δεν διστάζει παράλληλα να περιγελάσει, δηκτικότατα, τις «ουτοπίες» του Φουριέ, του Τσερνισέφσκι (που το κλασικό πια μυθιστόρημά του Τί να κάνουμε; είχε γίνει η βίβλος της ανήσυχης κι επαναστατικής νεολαίας), καθώς και μερικά ακόμα ιερά τέρατα της ρωσικής λογοτεχνίας όπως ο φίλος του Τουργκένιεφ κι ο Γκρανόφσκι.
Η ιστορία των Δαιμονισμένων εξελίσσεται με επίκεντρο την «αμφιλεγόμενη» προσωπικότητα του μηδενιστή Πιότρ Βερχοβένσκι (Νιετσάγεφ) και την αινιγματική και δαιμονική φιγούρα του Νικολάι Σταβρόγκιν («κακός... προσωπικότητα τραγική, χαρακτήρας που ξεχωρίζει εξαιρετικά με την ιδιομορφία του, αλλά χαρακτήρας ρωσικός... Τον πονάω», δηλώνει ο συγγραφέας, που βαθιά μέσα του κρύβει έναν Σταβρόγκιν – όπως υποστηρίζει στο ομώνυμο εξαιρετικό άρθρο του ο Μπερντιάγεφ). Τις δύο αυτές δαιμονικές φιγούρες πλαισιώνουν ο φιλελεύθερος-ιδεαλιστής και πατέρας του μηδενιστή, ο Στεπάν Τροφίμοβιτς, και οι «ιδεολόγοι» (Σάτοφ, Κυρίλλοφ, Σιγκαλιόφ). Και γύρω από αυτούς, τραγικές φιγούρες οι γυναίκες. Τρεις γυναίκες και ο «απόλυτος», «θανατηφόρος» έρωτάς τους για τον Σταβρόγκιν (για να μην αναφερθούμε στην άνευ όρων λατρεία που του δείχνει η κυριαρχική, αρχόντισσα μητέρα του, ο ανταγωνισμός, η στωικότητα, η περηφάνια, το πάθος των οποίων αποτελούν πλούσιο υλικό για μελέτη του γυναικείου ψυχισμού.