Πελεκάω την καρδιά μου στα τραύματα
γράφω για να νικήσω προσωρινά τον θάνατο
όλα όσα γράφω τα δωρίζω
όπως δωρίστηκαν και σ’ εμένα
έτσι άρχισα κι έτσι θα τελειώσω
άλλο δεν μου δόθηκε
άλλη εντολή δεν έχω
Τριακοστή τέταρτη ποιητική συλλογή στα 50 βιβλία που έχει στο ενεργητικό του ο Τόλης Νικηφόρου μέσω των οποίων διαλαλεί (και όχι διεκτραγωδεί) τη μετάπλαση του τραύματος σε ελπίδα και έρωτα ζωής. Ένα παράδειγμα όπου η προσωπική αφόρμηση μετατρέπεται σε έργο τέχνης άρα αποκτά συλλογική υπόσταση και κατ’ επέκταση κοινωνική διάσταση, όπως κάθε έργο τέχνης. Ήδη με τον τίτλο «δακτυλικά αποτυπώματα» δηλ. το προσωπικό μοναδικό δείγμα του κάθε ανθρώπου, αλλά και με το περιεχόμενο της νέας του συλλογής ο Τόλης Νικηφόρου δίνει και τον ευρύτερο ορισμό της τέχνης. Εκεί όπου οι ατομικότητες των δημιουργών συγκλίνουν: στη νίκη της ζωής έναντι της αναπόφευκτης φθαρτότητας (βλ. και το ποίημα «απολογία θνητού»: «γράφω για να νικήσω προσωρινά τον θάνατο». Ενδεικτικοί και οι τίτλοι των ποιημάτων του: «η θέση μας στον κόσμο», «μπροστά στο πεπρωμένο», «πότε πέφτει η νύχτα», «το απώτατο σημείο της γνώσης», «ένα βήμα πριν τη λήθη», «να σ’ αγκαλιάζει η μέρα» κλπ.
Ο Νικηφόρου με τη γνωστή λυρική του λιτότητα που πλημμυρίζει συναισθήματος αναφέρεται συχνά στα οικογενειακά, παιδικά και άλλα τραύματα που αναπόφευκτα βαραίνουν στην πορεία της ζωής. Παράλληλα δεν παραλείπει ν’ αναφερθεί σ’ έναν άλλο σταθμό, έστω κι αν δεν υπήρξε ανθόσπαρτος, αυτός του ιστορικού Κολλεγίου Ανατόλια όπου φοίτησε. Είναι γνωστές οι Κυριακάτικες συναντήσεις (από τις οποίες, κατά δήλωση της Σοφίας, «γυρίζει πάντα σαν παιδί») των εναπομεινάντων συμμαθητών και μάλιστα κάθε Κυριακή στο εμβληματικό του ποίημα «οι εννιά του Πανοράματος»: εννιά παλιοί συμμαθητές/ από τους μισούς που έχουν μείνει/ παίρνουν κάθε Κυριακή τον δρόμο/ για την καφετέρια του Πανοράματος// περνάνε έξω από το καλό σχολείο/ που τους έδωσε τόσα πολλά/ με το πιο πολύτιμο μια ισόβια φιλία// μετά σπουδές και πτυχία/ επιστήμες και επαγγέλματα/ μετά μουσικές, ζωγραφιές και βιβλία/ επιτυχίες και βραβεία/ ήττες και τραύματα της ζωής/ μετά παιδιά και εγγόνια/ γελάνε και πειράζονται/ λες και είναι πάντα σε διπλανά θρανία// το ξέρουν βέβαια ότι φτάνουν στο τέρμα/ και ότι δεν τους περιμένουν επευφημίες/ το ξέρουν και χαμογελάνε/ με το ίδιο εκείνο εφηβικό χαμόγελο// οι παλιοί συμμαθητές του γυμνασίου/ περισσότερο από αδέρφια/ στον μαραθώνιο της ζωής.
Ο Τόλης παραμένει βαθιά ανθρώπινος και ερωτικός, υπάρχουν πολλοί οι στίχοι και οι ερωτικές στιγμές στη συλλογή, νοσταλγικός επιμένοντας να εξιστορεί τα συμβάντα με τη ματιά των παιδικών χρόνων. Και βέβαια όσα περιγράφει μάς αφορούν κι εδώ έγκειται η ουσία της τέχνης του: μας θυμίζουν, μας λείπουν και συχνά αναφωνούμε μαζί του: αχ, να γινόταν να ξαναζούσαμε τα πράγματα όπως τότε: αχ! για πάντα να ’τανε τα εφηβικά μας χρόνια/ για πάντα η γειτονιά και οι φίλοι/ τα γήπεδα κι οι τρέλες του σχολείου/ και να μας περιμένουν οι γονείς στο σπίτι/ νέοι και δυνατοί μια βεβαιότητα/ για πάντα να ’τανε η αγάπη εκείνη/ να ξεπροβάλλει απ’ τη γωνιά χαμογελώντας/ σαν όνειρο όμορφη να πλησιάζει/ να πέφτει ξέπνοη στην αγκαλιά μου...
Ένας ποιητής που μεταπλάθοντας, αποσιωπώντας τα εγγενή τραύματά του εξακολουθεί με ποιητικότητα να υμνεί τη ζωή: να σε ξυπνάει μια λατέρνα/ κάτω από το μπαλκόνι/ ν’ απλώνεται απέραντη η πλατεία/ απίστευτα γαλάζιος ο ουρανός// να είναι χάραμα στη ζωή/ και χάραμα στον κόσμο/ ένας έρωτας της γειτονιάς/ ν’ ανθίζει σαν αγριολούλουδο// να σ’ αγκαλιάζει η μέρα/ να σε εμπνέει το φως/ όλα να μοιάζουν μαγικά/ ένα όνειρο που δεν τελειώνει («να σ’ αγκαλιάζει η μέρα»).
Μια φευγαλέα λάμψη στον ουρανό, όπως λέει, είν’ η ζωή. Κι αυτό ακριβώς είναι και η ποίηση, η καλή ποίηση.