Το βιβλίο εξετάζει τη διαδικασία οικοδόμησης των βαλκανικών κρατών, προϊόντα του εθνικισμού αλλά και «τροφοδότες» του. Ουσιαστικά, μελετά την ιδιαίτερη πορεία εκσυγχρονισμού που θα ακολουθήσει κάθε ένα από τα βαλκανικά κράτη κατά το δεύτερο μισό του 19ου και την αρχή του 20ού αιώνα, και τον ξεχωριστό τρόπο που κάθε κράτος θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα της ανάπτυξης.
Οι εξεταζόμενες χώρες είναι η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα, οι οποίες αντιπαραβάλλονται με ένα τελείως ξεχωριστό μοντέλο, αυτό της Ρουμανίας. Η εξέταση της περίπτωσης αυτής αποσκοπεί στο να φωτίσει τις κοινές απαντήσεις που δόθηκαν σε κοινά προβλήματα εκσυγχρονισμού στις άλλες χώρες.
Για τα Βαλκάνια του 19ου αιώνα, η βασική σύγκρουση είναι ανάμεσα σε ένα νέο εθνικό κέντρο που επιχειρεί να συγκροτηθεί και να ενώσει όλη την επικράτεια και την περιφέρεια, που επιδιώκει τη διατήρηση της αυτονομίας και του ρόλου της στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Εξετάζοντας τις κοινωνικές δομές και τις ατομικές στρατηγικές των πρωταγωνιστών στα πλαίσια της περιφερειακής θέσης των χωρών στο παγκόσμιο σύστημα, επιχειρείται η καταγραφή των βασικών τάσεων που χαρακτηρίζουν την πολιτική οργάνωση στις χώρες αυτές οι οποίες διατηρούνται μέχρι σήμερα.
Θέμα του βιβλίου είναι ο ιδιαίτερος τρόπος που τα νεωτερικά-εισαγόμενα στοιχεία συντίθενται με την παράδοση κάθε χώρας για να δώσουν κάτι τελείως νέο, έναν ιδιαίτερο, μοναδικό τύπο εκσυγχρονισμού. Έτσι, η εκσυγχρονιστική προσπάθεια δεν παρουσιάζεται ως μια πλήρης ρήξη με το παρελθόν, αλλά ως συνέχεια σε σχέση με την προ-νεωτερική, παραδοσιακή τάξη.