Γνωστόν υπάρχει, ότι πας ορθόδοξος χριστιανός, εν όσω ομολογεί εαυτόν μέλος γνήσιον της καθ’ ημάς ορθοδόξου ανατολικής Εκκλησίας, οφείλει προς τοις λοιποίς δόγμασι να ομολογή ότι πιστεύει είς μίαν και μόνην Εκκλησίαν (αρθρ. θ’ του ιερού Συμβόλου της πίστεως). Έστι δε και λέγεται μία η Εκκλησία, όταν οι οπουδήποτε γης ορθόδοξοι χριστιανοί πιστεύωσι τα αυτά δόγματα της πίστεως απαραλλάκτως, έχωσι τας αυτάς τελετάς, και διοικώνται κατά την αυτήν εκκλησιαστικήν διοίκησιν, την διατετυπωμένην περιληπτικώς με εν ταις θείαις Γραφαίς, ανεπτυγμένως δε εν τοις αποστολικοίς και συνοδικοίς κανόσι, πάντα δε ταύτα υπό πνευματικούς αρχηγούς, κατά την διατύπωσιν των αυτών ιερών κανόνων διοριζομένους. Άμα δε μερίς τις χριστιανών εν οποιονδήποτε τούτων ήθελε μεταβάλει άλλως, η ως η Γραφή διδάσκει και οι ιεροί κανόνες διακελεύονται, η μερίς αυτή, διαφωνούσα, αποτελεί άλλην παρά την μίαν ορθόδοξον Εκκλησίαν. Επειδή λοιπόν τα σχέδια ταύτα υποδεικνύουσι και συνιστώσιν εκκλησιαστικήν διοίκησιν, εισάγουσαν αρχάς εκ διαμέτρου αντευαγγελικάς, και πολλαχώς παραλλάσσουσαν της διά των ιερών κανόνων οριζομένης και διαγεγραμμένης, έπεται ότι ταύτα προτίθενται να συστήσωσιν αλλοίαν τινά παρά την μίαν Εκκλησίαν, άρα αντίκεινται και προς αυτό το ευαγγελικόν και θεοπαράδοτον δόγμα της πίστεως.