«Φευγάτε από δω, θα τη σκοτώσω», φώναζε αγριεμένος ο Γιωργίκος και χτυπούσε με το τσαρούχι του, που είχε βγαλμένο από το πόδι.
Η Τάσω κουλουριασμένη χάμω μούγκριζε πνιχτά. Η γριά Αγγελίνα καθισμένη σε μια γωνιά έβριζε και ρέκαζε κουνώντας το ραβδί της.