Ειδικότερα, τα ερωτήματα που τίθενται εντοπίζονται: Πρώτον, στο αν μπορεί και υπό ποιες προϋποθέσεις ο εθνικός δικαστής, όταν καλείται να αναγνωρίσει ή να κηρύξει την εκτελεστότητα μιας απόφασης στο πλαίσιο του Κανονισμού, να ελέγξει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκε η δίκαιη δίκη στο κράτος προέλευσης, όταν αμφότερα τα κράτη είναι μέλη της ΕΕ και κατά πόσο είναι συμβατός ο έλεγχος αυτός με το ενωσιακό δίκαιο. Δεύτερον, αν η παραβίαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ μπορεί να αυτονομηθεί ως λόγος άρνησης εκτέλεσης, ήτοι πέρα και ανεξάρτητα από την πρόβλεψη της δικονομικής δημόσιας τάξης του άρθρου 45 § 1 περ. α΄ Καν. 1215/2012. Τρίτον, αν κάθε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 ΕΣΔΑ οφείλει να οδηγεί αυτόματα σε άρνηση εκτέλεσης, ή μόνο οι σοβαρότερες από αυτές.
Η νέα αυτή πρωτότυπη θεώρηση για τον τρόπο σύζευξης της αρχής της δίκαιης δίκης, που επιτάσσει το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ και της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων, που υιοθετεί ο Καν. 1215/2012, μπορεί να αποτελέσει ένα αξιόλογο εργαλείο για τον εφαρμοστή του δικαίου, που καλείται να αντιμετωπίσει το κρίσιμο ζήτημα της εκτέλεσης ή μη μιας αλλοδαπής απόφασης εντός της ελληνικής επικράτειας, όταν διαπιστώνονται παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων του καθ’ ου στο κράτος μέλος προέλευσης του τίτλου.