Μια φορά κι έναν καιρό, ο Φόβος στάθηκε για ένα λεπτό και κάρφωσε το βλέμμα του μακριά, σε εκείνο το λαμπερό και γεμάτο ζωή βασίλειο που πάντα ονειρευόταν να κατακτήσει.«Λοιπόν, θα πάμε;» ρώτησε ανυπόμονα ο Τρόμος, ο μικρότε-ρος αδελφός.«Περίμενε λίγο», είπε κοφτά και στερέωσε τα λιπόσαρκα χέρια του στους γοφούς.
«Κάνε υπομονή, αδελφέ μου», συνέχισε και του χάρισε ένα χαμόγελο.«Γιατί πρέπει να περιμένουμε;» είπε ο Τρόμος και έγλειψε τα αιματοβαμμένα χείλη του.Ο
Θάνατος κατέφθασε αργά. Ο μαύρος μανδύας που φορούσε κρεμόταν από τους στενούς ώμους του και σερνόταν σε κάθε βήμα του. Πλησίασε τα δύο αδέλφια του και τα χτύπησε στοργικά στην πλάτη.«Γιατί χωρίς τον Θάνατο δεν μπορεί να δοθεί κανένα τέλος!»