Το αίµα πήδηξε δυνατό απ’ τον λαιµό τής γάτας. Άφησε το ψοφίµι στο τραπέζι, ζεστό σαν φρέσκο ψωµί. Το µωρό, δεν σταµατούσε το κλάµα. Η Χαρά, µετρούσε, «1, 2, 3, 4, 5... 9, 10». Τίποτα. Έβαλε το µωρό να ξαπλώσει δίπλα από την ψόφια γάτα. Πλησίασε πάνω από το µωρό• πλησίασε κι άλλο. Γέµισε τη µπανιέρα µε ζεστό νερό. Ένιωθε το στήθος πιο µαλακό, τις φλέβες πιο γαλάζιες στα µπράτσα. Κρατούσε για ώρα πολλή την ανάσα της. Έπνιξε όλα τα παπάκια, έσπασε τις βαρκούλες, κόκκινες, µπλε και άσπρες, έσφαξε τους γλάρους και αποχαιρέτισε τη Λίζα µ’ έναν λυγµό.