Ας σκεφτούμε ένα ευρύχωρο σπίτι με άπειρα μικροπράγματα αλλά χωρίς καθόλου ζωή. Αίφνης προβάλλει ένα θηλυκό πρόσωπο. Αυτή είναι η Ελίζα, μια ορφανή κοπέλα, περικυκλωμένη από επικές αφηγήσεις με ήρωες και δεσποσύνες. Αποφασισμένη να αποτυπώσει την ιστορία της οικογένειάς της, η Ελίζα ανυψώνει σε μυθικές διαστάσεις τη μητέρα της Άννα, τον πατέρα της Φραντσέσκο, τον ξάδελφο Εντοάρντο και τη Ροζάρια, μια ανοιχτόψυχη πόρνη. Αυτά τα πλάσματα, από αδιάφορα έως κακόμοιρα, μεταμορφώνονται σε αληθινούς ανθρώπινους χαρακτήρες που βιώνουν ένα σωρό αλλόκοτες περιπέτειες. Το αποτέλεσμα; Μια εν δυνάμει ηθογραφική κωμωδία μετουσιώνεται εν τέλει σε μεγαλοπρεπέστατη τραγωδία. Η Ελίζα, η γυναίκα με τις μακριές κοτσίδες και τη χλωμή όψη, η καταφρονεμένη κόρη, έχει κληρονομήσει ένα αίνιγμα από τους γονείς της. Σε αυτό έρχονται να προστεθούν ο φόβος και η ματαίωση που κατασκευάζουν οι παθιασμένοι έρωτες, οι δυστυχισμένοι γάμοι, τα εξώγαμα παιδιά. Προκειμένου να κατανοήσει αυτή την τρέλα, η Ελίζα επιστρατεύει τη μνήμη και τη φαντασία της. Έπειτα γράφει και μας μεταφέρει σε μια πόλη του ιταλικού Νότου στις αρχές του 20ού αιώνα, σε έναν τόπο και μια εποχή όπου η ελευθερία των γυναικών ήταν στα χέρια των ανδρών, συζύγων ή εραστών. Το Ψέμα και μάγια (1948), αυτό το ανησυχαστικό μυθιστόρημα, ακολουθεί τα πρότυπα μιας λογοτεχνικής παράδοσης που από τον Σταντάλ και τον Τολστόι φτάνει μέχρι τον Προυστ, καθρεφτίζοντας την πραγματικότητα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η Έλσα Μοράντε χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη, σαγηνευτική γλώσσα, όπου η πρόφαση του υπαινιγμού και του παιχνιδιού δεν είναι παρά ένα είδος συστολής για να υπερασπιστεί τον μύχιο χαρακτήρα μιας μοναδικής, αλησμόνητης εξομολόγησης.
«Οι δύο λέξεις του τίτλου Ψέμα και μάγια συνοψίζουν, κατά κάποιο τρόπο, την υπόθεση του μυθιστορήματος: όπου η αντίθεση ανάμεσα στην αφήγηση καθημερινών γεγονότων και στους μυθικούς κόσμους της φαντασίας οδηγεί σχεδόν όλους τους χαρακτήρες σε ένα τραγικό τέλος».
(Χειρόγραφη σημείωση της Έλσα Μοράντε)
«Δεν έχω το θάρρος να το πω, γιατί ίσως φανώ μεγαλομανής. Ήμουν όμως πολύ νέα. Ήμουν πεπεισμένη ότι το μυθιστόρημα, όπως το αντιλαμβάνονταν κατά τον 19ο αιώνα (πραγματικά, η έννοια του μυθιστορήματος για μένα είναι πολύ ευρύτερη: η Ιλιάδα και η Μπαγκαβάτ Γκίτα είναι μυθιστορήματα), ψυχορραγούσε... Εγώ λοιπόν θέλησα να κάνω ό,τι έκανε ο Αριόστο για το ιπποτικό έπος: να γράψω το τελευταίο και να σκοτώσω το είδος. Το τελευταίο εφικτό μυθιστόρημα, το τελευταίο μυθιστόρημα της γης και, φυσικά, το τελευταίο δικό μου μυθιστόρημα! Ήθελα να βάλω στο μυθιστόρημα όλα όσα με βασάνιζαν τότε, όλη μου τη ζωή που –αν και ήμουν ακόμη νεαρή– ήταν βαθιά δραματική. Επίσης, ήθελα το μυθιστόρημα να περιέχει όλα όσα υπήρξαν η ουσία του μυθιστορήματος του 19ου αιώνα: τους φτωχούς και πλούσιους συγγενείς, τα ορφανά κορίτσια, τις πόρνες με τη γενναιόδωρη καρδιά...»
(Συνέντευξη της συγγραφέως στην εφημερίδα Le Monde, 13.4.1968)