Μια γυναίκα, η Φιορούλα, γεννημένη σε ένα μικρό, φτωχό νησί του Αιγαίου το 1900 ζει ως τον θάνατό της το 1990 γνωρίζοντας τις ίδιες τύχες με το νησί και συμβιώνοντας με την ιστορία του: φτώχεια, ανέχεια, πείνα, στερήσεις, πόλεμοι, κατοχές, απανωτές στρατεύσεις των ανδρών, από κοντά και η προσωπική καταλαλιά του κόσμου. Έχοντας από νέα χάσει στη θάλασσα τον άντρα της, αλλάζει πολλά επαγγέλματα, για να ζήσει τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά της, και στο τέλος καταλήγει λούστρος στο νησί όπου, τι ειρωνεία!, κανείς δεν φορά παπούτσια κι όλοι, ντόπιοι κι επισκέπτες, περπατούν χειμώνα-καλοκαίρι ξυπόλυτοι.
Όταν φεύγει από τη ζωή, παίρνει μαζί στην παράδεισο το εργαλείο του τελευταίου επαγγέλματός της, το κασελάκι του λούστρου, βέβαιη ότι κι εκεί θα το χρειαστεί: «...Κι αφού ούτε στην παράδεισο φοράει κανείς ποδήματα, τι άλλο να κάνει για να περάσει την ώρα της;, γυαλίζει αβέρτα ένα-ένα τα φτερά των αγγέλων με τα πολύχρωμα βερνίκια της…, κόκκινο, πράσινο, γαλάζιο, κι εκείνο το άλλο στο χρώμα της βακέτας για τα ψίδια, που φέρνει προς την ώχρα και το χρυσοπορτοκαλί. Τέλος, κάπου-κάπου και ολίγο μαύρο για υπενθύμιση ότι παντού, ακόμη και στην παράδεισο, το μαύρο της άλλης πλευράς δεν απολείπει».