Μήπως η ζωή είναι αυτό που μας συμβαίνει επειδή έχουμε λογοτεχνία; Εν μέσω μιας περιόδου προσωπικής και λογοτεχνικής μεταμόρφωσης, ο αφηγητής αρχίζει να παρατηρεί σημάδια σε πόρτες και κυρίως σε διαδοχικά δωμάτια. Τα σημάδια αυτά, μέσα από ένα χαμένο μονοπάτι που συνδέει το Παρίσι με το Κασκάις, το Μοντεβιδέο, το Ρέικαβικ, το Σαν Γκάλεν και την Μπογκοτά, τον επαναφέρουν σιγά σιγά στη συγγραφή, στην επιθυμία να καταγράψει κάποιες εμπειρίες, που του ζητούν τουλάχιστον φωνάζοντας να τις διηγηθεί επειγόντως.
Λέει κάποιος στον αφηγητή: «Τον τελευταίο καιρό έχεις γίνει συγγραφέας στον οποίο τα πράγματα του συμβαίνουν στ’ αλήθεια. Μακάρι να καταλάβεις ότι η μοίρα σου είναι η μοίρα ενός ανθρώπου που θα έπρεπε πια να θέλει ν’ ανυψωθεί, ν’ αναγεννηθεί, να ξαναϋπάρξει. Σου επαναλαμβάνω: ν’ ανυψωθεί. Η μοίρα σου βρίσκεται στα χέρια σου, είναι το κλειδί του νέου δωματίου».
Το Μοντεβιδέο είναι μια αληθινή μυθοπλασία, ένα πόνημα για την ασάφεια του κόσμου ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής μας, ένα μυθιστόρημα μέσα από το οποίο ο συγγραφέας ανακαλύπτει τον τρόπο για να ξαναβαφτίσει τα πράγματα, όταν φαίνεται πως όλα έχουν ειπωθεί. Αυτό είναι σχεδόν άθλος, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι ο πυρήνας του έργου του Βίλα-Μάτας είναι ο νεωτερισμός στο μυθιστόρημα.