«…Προς το σούρουπο, κι ενώ το φως κιτρίνιζε όπως χαμήλωνε ο ήλιος, ένας πιτσιρικάς την εντόπισε στη Μότση δυτικά του μύλου, εκεί όπου το ρέμα έφτιαχνε μια λίμνη ρηχή, κι έβαλε τις φωνές. Στη στιγμή έτρεξε η μάνα της με μια δρασκελιά και την είδε που στεκόταν με την πλάτη στη νεροσυρμή, τα μαλλιά λυμένα, τα χέρια απλωμένα σε σταυρό, το φόρεμά της κατάλευκο, ενώ απ’ την πλάτη της εκτείνονταν δύο ξανθά φτερά, ενάμισι μέτρο το καθένα. Πίσω της σπίθιζε μια γαλάζια φλόγα, σαν καμινέτο οινοπνεύματος, κι όλη η φύση θόλωνε αναφανδόν. Στο νερό επέπλεε μια μαύρη γλίτσα δύο πόντους πάχος. Ως να τη φτάσουν, η εικόνα της γονάτισε και ξάπλωσε. Εκεί βρήκαν το σώμα της., βιασμένο και δαρμένο μέχρι θανάτου, από τον Μένιο, τον γιό της Μαρίτσας, χήρας Λεωνίδα Κοτσιδάρα, της οικογενειακής ρίζας 64, που υπηρετούσε τη θητεία του στο Διακοφτό…»
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.