«Δεν µπορεί να είναι τόσο χάλια η ζωή» σκέφτοµαι καµιά φορά.
«Ό,τι και να γίνει, ο άνθρωπος στο τέλος µπορεί να πάει να περπατήσει στον Βόσπορο».
Ο Ορχάν Παµούκ αφηγείται τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Η αφήγηση ξεκινά από τη στιγµή που ο συγγραφέας αντιλαµβάνεται τον εαυτό του ως «εγώ», µιλά για την οικογένειά του, αναζητά την πηγή της ευτυχίας και της δυστυχίας στα στενά της Ιστανµπούλ και στα υπέροχα νερά του Βοσπόρου, στρέφεται στους συγγραφείς και τους ζωγράφους –Τούρκους και µη, της Δύσης και της Ανατολής– που συνέβαλαν στην αυτογνωσία τη δική του και της πόλης του.
Με ταχύτητα αστυνοµικού µυθιστορήµατος παρακολουθούµε τη διαµόρφωση του ψυχικού κόσµου του Παµούκ και ανακαλύπτουµε, µέσα από τη διεισδυτική µατιά του, τα σοκάκια της Ιστανµπούλ της δεκαετίας του 1950, τις λιθόστρωτες λεωφόρους της, τα κατεστραµµένα από τις πυρκαγιές ξύλινα αρχοντικά, την εξαφάνιση ενός αλλοτινού κόσµου και πολιτισµού και τις δυσκολίες ανάδυσης ενός καινούριου µέσα στα ερείπια του πρώτου.
Ένα πορτρέτο της θρυλικής πόλης –αυτοπροσωπογραφία επίσης του συγγραφέα– και της χιουζούν, της θλίψης, της µελαγχολίας, της tristesse, του πιο δυνατού και µόνιµου αισθήµατος «που µεταδίδουν ο ένας στον άλλο οι κάτοικοι της Ιστανµπούλ και η ίδια η Ιστανµπούλ» και ζει στα ερείπια µιας χαµένης αυτοκρατορίας.
Η αφήγηση, στην εµπλουτισµένη αυτή έκδοση, µε 200 επιπλέον φωτογραφίες, συνοµιλεί µε φωτογραφικό υλικό από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα και φωτογραφίες µεγάλων φωτογράφων, µε πρώτο τον Αρά Γκιουλέρ.
«Απολαυστικό, βαθύ, υπέροχα πρωτότυπο... Ο Παµούκ αφηγείται την ιστορία της πόλης µε τα µάτια της µνήµης». The Washington Post Book World