Όλα ήταν μπροστά στα μάτια μου και δεν έβλεπα τίποτα. Ξάφνου τα πάντα γίνονται τρομαχτικά απλά. Αυτά τα βιβλία που είχα χρόνια να τα ξεφυλλίσω, όχι απλώς πρέπει να τα ανοίξω, όχι απλώς πρέπει να τα ξαναδιαβάσω: πρέπει να τους επιτρέψω να με διδάξουν κάτι, να με διαπαιδαγωγήσουν, για τα καλά αυτή τη φορά. Αντί να υποκύψω στην απαισιοδοξία, θέλω να μάθω να ζω. Θα θεραπευτώ με τη φιλοσοφία, όπως οι αρχαίοι. Για να βρω ένα νόημα στη φράση που είναι χαραγμένη στον ναό του Απόλλωνα: γνῶθι σαὐτόν – τι να σημαίνει άραγε;
Τι θα συνέβαινε αν στα καλά καθούμενα αποφασίζαμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, όπως έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες; Και αν, για να το κάνουμε αυτό, διαλέγαμε ως δασκάλους μας τον Παρμενίδη, τον Επίκτητο και τον Πύρρωνα, τον Επίκουρο και τον Διογένη; Θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε ότι στην ουσία οι σχολές της αρχαιότητας δεν έκλεισαν ποτέ εντελώς…
Μέσα από ένα χρονικό έξι «φιλοσοφικών» εβδομάδων, που καθεμιά την έζησε με βάση τις αρχές μιας διαφορετικής σχολής, η Ιλάρια Γκάσπαρι μας οδηγεί σε ένα ασυνήθιστο υπαρξιακό πείραμα, άλλοτε σοβαρότατο και άλλοτε ξεκαρδιστικό.
Θα ανακαλύψουμε πώς, υπακούοντας στους δυσνόητους κανόνες της πυθαγόρειας σχολής, μπορούμε να θεραπεύσουμε την παθολογική οκνηρία, ενώ τα παράδοξα του Ζήνωνα θα μας φωτίσουν κάποιες παράξενες αντιφάσεις στον τρόπο με τον οποίο έχουμε συνηθίσει να αξιολογούμε τον ρυθμό της ζωής μας. Και αν το να είμαστε επικούρειοι δεν είναι τόσο ευχάριστο όσο φαίνεται, ο κυνισμός μπορεί να μας προσφέρει απρόσμενες χαρές.