Η Σίλβια γέλασε. «Και πώς µυρίζει ο Γενάρης;»
Πώς µύριζε ο Γενάρης; Καπνό από σόµπα. Αγρούς ξερούς και παγωµένους σε αναµονή του χιονιού. Το γυµνό σώµα µιας κοπέλας µετά από µια µακρά µοναξιά. Μύριζε σαν θαύµα. Φτάνοντας στο τέλος µιας µακράς σχέσης, ο Φάουστο βρίσκει καταφύγιο στους τόπους των παιδικών του χρόνων. Εκεί, στο ορεινό χωριό της Φοντάνα Φρέντα, θα γνωρίσει τη Σίλβια, και θα περάσουν µαζί τον µακρύ χειµώνα που θα σκεπάσει το χωριό και τους κατοίκους του. Ο Φάουστο µαγειρεύει για τους χειριστές των χιονοστρωτήρων τον χειµώνα και για τους δασονόµους το καλοκαίρι που έρχεται, και σ’ αυτόν τον τόπο ξαναβρίσκει σιγά σιγά το ενδιαφέρον του για τα πράγµατα και τους ανθρώπους. Ώσπου µια µέρα αποφασίζει να επιστρέψει στην πόλη, αφήνοντας πίσω τα βουνά, και µαζί µε αυτά και τη Σίλβια...
«Ο Κονιέττι συνθέτει έναν καινούριο, υπέροχο ύµνο στο βουνό και στους ανθρώπους του». Le Monde
«Ένα προσωπικό ταξίδι ανάµεσα στις βουνοκορφές, στον ήλιο, στους παγετώνες… Ένα µυθιστόρηµα γνήσιας αγάπης – αγάπης για τη φύση, για τους ανθρώπους, αγάπη µόνο, που εξυψώνει την ψυχή και την καρδιά». Les Echos
«Το βιβλίο αυτό είναι µια µεγάλη ανάσα καθαρού αέρα, από την καρδιά της Κοιλάδας της Αόστα!» Furet du Nord