Αβάσταχτη χειμερινή σιωπή που σφυροκοπά ξανά τις δεκαετίες μου
–ιδού ο άνθρωπος ο υπό του μηδενός αργοναύτης–
όπου σταθώ τρέχει, με χαιρετά απ’ τα απέναντι η ανυπαρξία,
έπειτα ο ισοδύναμος της καρδιάς μου φόβος,
αυτό το μελανόμορφο θηρίο εντός μου,
επιχειρεί μικρές βεβηλώσεις, γλεντά, μεθάει, φωνάζει και γελάει,
να ξεπετρίσει θέλει τα ιερά θεμέλιά μου λίγο-λίγο.