Γενάρης του 1945. Το ανατολικό μέτωπο καταρρέει, ο Κόκκινος Στρατός προελαύνει. Οι Ρώσοι είναι πολύ κοντά, ο αχός των κανονιών τους ακούγεται πια καθαρά. Αλλά στο Γκεόργκενχοφ, το αρχοντικό της οικογένειας φον Γκλόμπιχ, η ζωή μοιάζει να διατηρεί τη ρουτίνα της.
Ο πατέρας απουσιάζει, είναι αξιωματικός της Βέρμαχτ. Η γυναίκα του, η Καταρίνα, είναι κουρασμένη, χρειάζεται ησυχία. Το σπίτι το διαχειρίζεται μια θεία, μαζί με το αλλοδαπό υπηρετικό προσωπικό. Ο δωδεκάχρονος Πέτερ δεν έχει πάρε-δώσε με τα παιδιά απ’ τον απέναντι συνοικισμό, όπου κατοικεί ο λαουτζίκος. Του κάνει ιδιαίτερα μαθήματα ο δρ. Βάγκνερ, που έχει ένα γενάκι που σου δίνει την αίσθηση ότι από κάπου τον ξέρεις.
Μήπως πρέπει να τα μαζέψουν και να φύγουν; Έξω στο δρόμο περνούν κάρα με Γερμανούς πρόσφυγες. Οι επισκέπτες φέρνουν αντιφατικές ειδήσεις. Μα είναι δυνατό να ηττηθεί η Γερμανία μας; Και τα ασημικά; Τα τραπεζομάντιλα; Όχι, όχι, οι δυνάμεις του έθνους είναι ανεξάντλητες. Και τι θα κάνουν οι Ρώσοι αν έρθουν; Ακούγεται ότι διψούν για εκδίκηση…
Ο Κεμπόφσκι χτίζει το σύμπαν του αργά-αργά. Κοιτάζει τους ήρωές του σαν τον εντομολόγο με το μικροσκόπιό του, χωρίς να κρίνει, μα και χωρίς να συμπάσχει. Εδώ, σ’ αυτό το μεγάλο μυθιστόρημα της γερμανικής ήττας, η τραγωδία δεν είναι γέννημα της ύβρεως αλλά της ανθρώπινης μικρότητας.