Ο Gabriele D’ Annunzio έγραψε την τραγωδία αυτή το 1899, την οποία εμπνεύστηκε από το ταξίδι του στις Μυκήνες τέσσερα χρόνια νωρίτερα, διαβάζοντας την Ορέστεια κάτω από την Πύλη των Λεόντων. Τον ενέπνευσαν όμως κι οι ανακαλύψεις του Σλήμαν. Η ελληνική φύση των Μυκηνών και του Άργους είναι το τοπίο όπου βιώνουν οι ήρωες της τραγωδίας την αγωνία και το πάθος. Δύο φίλοι που αναζητούν για χρόνια τους νεκρούς Ατρείδες και τους τάφους τους. Μια μέρα ανακαλύπτουν τις στάχτες, τις νεκρικές μάσκες και τους θησαυρούς τους. Στίχοι από την «Αντιγόνη» και την «Οδύσσεια» που μιλούν για τον έρωτα και το έγκλημα. Δύο έρωτες που ανήλθαν στο φως μαζί με τους νεκρούς των Μυκηνών. Ο φόβος της μολυσμένης γης από τους καταραμένους: «Η γη που σκάβει, είναι κακή. Λες κι από μέσα της θα βγει το μίασμα της φοβερής ανομίας. Τόσο βαριά είναι η κατάρα των Ατρειδών, που θα έμεινε βέβαια κάτι φοβερό στο χώμα που πάτησαν». Μπροστά στις χρυσές μάσκες και στα αντικείμενα των καταραμένων νεκρών θα ομολογηθεί ο πιο άνομος έρωτας. Νύχτα αποκαλύπτονται τα πιο ένοχα μυστικά και οι πιο μεγάλοι φόβοι. Η νεκρή πολιτεία έχει μόνο ένα μέρος που προσφέρει ζωή, την Περσεία πηγή. Ο έρωτας, η ζωή κι ο θάνατος, όλα τόσο κοντά. Περιμένει πράγματι η ευτυχία να εμφανιστεί στη ζωή κάθε ανθρώπου;